Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 28 Δεκεμβρίου του 1734, όταν ένας διάσημος για τον τόπο του άνδρας, κάλεσε τους δικούς του και τους ζήτησε να ειδοποιήσουν έναν από τους εχθρούς που τον πολέμησε για να τον δει για τελευταία φορά.

«Σηκώστε με από το κρεβάτι- είπε στους οικείους του- φορέστε τη στολή μου και φέρτε τα όπλα μου· κανένας από τους εχθρούς μου δεν πρέπει να λέει πως με είδε άοπλο και σε οικτρή κατάσταση»…
Πραγματικά ο εχθρός του τον επισκέφθηκε κι όταν αποχώρησε συγκινημένος, ο ετοιμοθάνατος πρόσταξε: «Τέλειωσαν όλα πια. Ας παίξουν οι γκάιντες το “Δεν Θα Ξαναγυρίσω Ποτέ”». Και πριν οι μουσικοί τελειώσουν το κομμάτι που ζήτησε, «έφυγε» για να μην ξαναγυρίσει ποτέ…

Το όνομά του ήταν: Ρόμπερτ Ρόι ΜακΓκρέγκορ, όμως η Ιστορία τον καταχώρησε ως Ρομπ Ρόι… Ήταν Σκωτσέζος λαϊκός ήρωας και παράνομος των αρχών του 18ου αιώνα, που πολλοί αποκαλούσαν ως ο Ρομπέν των Δασών των Σκωτσέζων.
Ο συγγραφέας σερ Ουόλτερ Σκοτ ηρωποίησε τον Ρομπ Ρόι στο μυθιστόρημα του με τον ομώνυμο τίτλο το 1817. Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο Ρομπέν των Δασών της Σκωτίας;

Ο Ρομπ Ρόι γεννήθηκε στο Γκλένγκαϊλ το 1671, σε μια εποχή παρανομίας και αιματοχυσιών· πατέρας του ήταν ο Ντόναλντ ΜακΓκρέγκορ. Η οικογένειά του φημιζόταν για τις βιαιοπραγίες της και τής είχε απαγορευθεί με νόμο το οικογενειακό όνομα των ΜακΓκρέγκορ. Σε ηλικία 18 χρονών ο Ρομπ Ρόι συμμετείχε μαζί με τον πατέρα του στην εξέγερση των Ιακωβιτών, που υποστήριξαν τον βασιλιά Ιάκωβο Β’. Η εξέγερση απέτυχε.

Ο πατέρας του Ρομπ οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου κρατήθηκε για δύο χρόνια. Ο αστικός μύθος λέει ότι, ο Ρομπ Ρόυ ήταν ένας εξαιρετικά δυνατός· είχε φαρδείς ώμους και μακριά χέρια, που έκαναν κάθε του χτύπημα με το ξίφος θανατηφόρο· έλεγαν πως τα χέρια του ήταν τόσο μακριά που μπορούσε να δένει τις καλτσοδέτες του, που βρίσκονταν πέντε πόντους κάτω από τα γόνατα, χωρίς να σκύβει! Όπως ο Ρομπέν των Δασών, έτσι και ο Ρομπ Ρόι περιβαλλόταν από μικρή ομάδα έμπιστων ακολούθων· για κάποιο χρέος του, τέθηκε εκτός νόμου, διώχθηκε η οικογένειά του και κάηκε το σπίτι του. Ο Ρομπ Ρόι άρχισε τότε επιδρομές σε πλούσιες ιδιοκτησίες για να θρέψει τους οικείους του. Οι φτωχοί τον προστάτευαν και οι πλούσιοι τον κυνηγούσαν απηνώς.