«Αν δεν επικρατούσε πολικό ψύχος στην περιοχή του ναυαγίου, τα εννέα μέλη του πληρώματος θα είχαν σωθεί».

Αυτή ήταν η άποψη του ανθυποπλοιάρχου του «Μανίνα», Βασίλη Κυριακού, λίγες ημέρες μετά το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου στα παγωμένα νερά, ανοιχτά της Σκωτίας.

Τον Απρίλιο του 1968, το ελληνικό φορτηγό 2.000 τόνων, κενό φορτίου, προσάραξε και κόπηκε στα δύο, 40 μίλια δυτικά των νησιών Όρκνεϊ. Από τους 14 ναυτικούς, μόνο 5 κατάφεραν να διασωθούν.

Είπαν ότι το ραντάρ δεν λειτουργούσε κι έτσι το σκάφος έπεσε με ταχύτητα σε βράχο που δεν ήταν ορατός λόγω της ομίχλης. «Έπεφτε χιόνι και το ψύχος ήταν ανυπόφορο. Το «Μανίνα» έπεσε στην πετρώδη ακτή του Στακ Στέρι και έκτοτε έπλεε ταλαντευόμενο, ενώ στα κύτη του έμπαιναν νερά.

Ο πλοίαρχος διέταξε να εγκαταλείψουμε το σκάφος. Αρχίσαμε να παλεύουμε με τα παγωμένα κύματα, για να κρατηθούμε στη ζωή. Επέζησαν όσοι άντεξαν σε αυτήν την πάλη», αφηγήθηκε ο ανθυποπλοίαρχος Κυριακού.

Ο απόπλους Το «Μανίνα» περίμενε, στο λιμάνι του Μπέργκεν της Νορβηγίας, το ελληνικό του πλήρωμα. Οι 10 ναυτικοί πήγαν εκεί με αεροπλάνο. Οι υπόλοιποι ξεμπαρκάρισαν από πλοίο της ίδιας εταιρίας και με τρένο έφτασαν στο Αμβούργο και από εκεί μετέβησαν στη Δανία και μετά στη Νορβηγία. Οι 14 ναυτικοί βρήκαν φρεσκαρισμένο το πλοίο που είχε ηλικία 20 ετών, αλλά καινούργια μηχανήματα και συσκευές. «Καλοτάξιδο», είπαν και έβαλαν μπροστά τις μηχανές.

Το Σάββατο 6 Απριλίου 1968, στις 10 το βράδυ, βγήκαν από το Μπέργκεν έχοντας βάλει πλώρη για τη Γλασκώβη.

Ο καιρός ήταν δύσκολος και η πρόγνωση αναφερόταν σε επιδείνωση. Το επόμενο δελτίο καιρού που πήραν ήταν χειρότερο, αλλά το «Μανίνα» διέθετε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό.

Ακόμα και σύστημα για να αναδιπλώνει τα πτερύγια του πηδαλίου ώστε να μπορεί να ξεκολλήσει από ξέρα ή αμμουδιά…

Ο καιρός όμως όλο και χειροτέρευε. Ο αέρας ήταν δυνατός και παγωμένος. Το χιόνι πυκνό. Έπλεαν με 10 μίλια την ώρα, διότι τα σκαμπανεβάσματα δεν τους άφηναν να τρέξουν περισσότερο.

Το πρώτο κακό προμήνυμα ήρθε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας καθώς πλησίαζαν στο σύμπλεγμα των νησιών Όρκνεϊ. Τότε ήταν που χρειάστηκαν το ραντάρ για να τους επισημαίνει τις σπαρμένες ξέρες. ‘Ομως, δεν λειτουργούσε. Έκοψαν ταχύτητα και προχωρούσαν αργά. Δεν έπρεπε να ξεφύγουν από την πορεία που ήταν χαραγμένη στο χαρτί.

Το πρώτο 24ωρο συμπληρώθηκε έχοντας διανύσει το 1/3 της διαδρομής. Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Μόνο οι χοντρές νιφάδες που έπεφταν με μανία «έσπαγαν» την μαυρίλα της νύχτας.

Η τραγωδία Ο καπετάνιος βρισκόταν στη γέφυρα μαζί με τον ανθυποπλοίαρχο. Οι ξέρες βρίσκονταν παντού τριγύρω και μόνο το ραντάρ θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Η μοιραία στιγμή ήρθε στις 4.30 τα ξημερώματα.

Το «Μανίνα» προσέκρουσε σε έναν τεράστιο κατακόρυφο βράχο. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ανέβηκαν κι άλλοι στη γέφυρα και με τους κατάλληλους χειρισμούς κατάφεραν να ξεκολλήσουν το καράβι, αλλά τα νερά άρχισαν να μπαίνουν από παντού.

Ο πλοίαρχος το ξανάριξε στο βράχο για να φράξει το ρήγμα μέχρι να έρθει βοήθεια. Αλλά ο καιρός δεν βοηθούσε. Τα τεράστια κύματα άρχισαν να χτυπούν αλύπητα το πλοίο πάνω στον βράχο. Οι ναυτικοί δεν είχαν καμιά ελπίδα να σωθούν αν έμεναν στο σκάφος. Είχαν ήδη ειδοποιήσει για βοήθεια και εκτόξευαν φωτοβολίδες. Τις είδαν οι ναυτικοί σουηδικού πλοίου από απόσταση λίγων μιλίων. Όμως, τα νερά είχαν κατακλύσει το «Μανίνα» που ξεκίνησε να μπατάρει.

Η τελευταία τους ελπίδα ήταν να μπουν στην μοναδική γερή βάρκα και να περιμένουν το σουηδικό πλοίο να τους περισυλλέξει, παραμένοντας στην περιοχή του στίγματος. Η βάρκα με τους ναυτικούς βρέθηκε στη θάλασσα. Τα ισχυρά χτυπήματα που δέχθηκε από τα κύματα την μισο-τσάκισαν πάνω στο πλοίο. Η βάρκα έβαλε νερά και αναποδογύρισε.

Οι ναυτικοί μέσα στη θάλασσα πάλευαν πια με τα παγωμένα κύματα. Όλοι εκτός από τον υποπλοίαρχο που γαντζώθηκε από τον βράχο περιμένοντας την βοήθεια. Μόνο μερικές στιγμές κατάφερε να μείνει κολλημένος στην μεγάλη κατακόρυφη και γυαλιστερή ξέρα.

Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Γρήγορα τον κατάπιε ένα πελώριο κύμα που τον πέταξε με δύναμη στο πλοίο και τον σκότωσε. Οι υπόλοιποι προσπάθησαν να κρατηθούν στη βάρκα και να απομακρυνθούν από το «Μανίνα», που είχε αρχίσει να βουλιάζει.

Μόλις το πλοίο χάθηκε από τα μάτια τους, ο ανθυποπλοίαρχος εντόπισε μια σχεδία. Χωρίς δεύτερη σκέψη, βούτηξε στο νερό και κολύμπησε μέχρι εκεί. «Ελάτε», φώναξε στους άλλους.

Μόνο ο τρίτος μηχανικός κατάφερε να φτάσει και οι δύο τους προσπάθησαν να πλησιάσουν τους συναδέλφους τους που βρίσκονταν πιο πέρα. Τα κύματα όλο και μεγάλωναν την απόσταση. Με σανίδι που βρήκε ο ανθυποπλοίαρχος κατάφερε να τραβήξει άλλους δύο στη σχέδια.

Από τη σκοτεινή θάλασσα ακούγονταν φωνές απελπισίας: «Βοήθεια», «Πνίγομαι», «Πάγωσα», «Χάνομαι». Το σουηδικό πλοίο, μόλις έφτασε, κατευθύνθηκε προς εκείνους που επέπλεαν στη θάλασσα. Οι περισσότεροι ήταν νεκροί. Ο λοστρόμος είχε καταφέρει να γαντζωθεί από την αναποδογυρισμένη βάρκα και σώθηκε.

Ο μάγειρας πάλευε με τα κύματα κι όταν του έριξαν το δίχτυ, τα χέρια του ήταν τόσο παγωμένα που δεν μπορούσε να το πιάσει. Ξαναέπεσε στο νερό και τότε ένα κύμα τον πέταξε με ορμή στο πλευρό του κουρελιασμένου πλοίου. Όταν τον τράβηξαν, ήταν πια νεκρός. Το σκάφος που περισυνέλεξε τους ναυαγούς έβαλε πλώρη για τη Σκωτία. Όταν έφτασε στο λιμάνι, ακούστηκε από τα μεγάφωνα το δελτίο καιρού: «Για τις επόμενες 12 ώρες προβλέπεται σημαντική βελτίωση»…

*Πληροφορίες αντλήθηκαν από το περιοδικό Εικόνες, τεύχος Απριλίου 1968 και την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ…