“Here’s to strong women: May we know them. May we be them. May we raise them.” –Unknown 

[Aφιερωμένο στη μετανάστρια γυναίκα που διεκδίκησε και κέρδισε μια δεύτερη ζωή σε μια νέα πατρίδα]

Αυτό το κείμενο είναι για σένα, μετανάστρια γυναίκα: Για σένα που πάλεψες και πόνεσες και πείσμωσες και ξέφυγες απ’ το μαύρο της μιζέριας, κι αγκάλιασες το άγνωστο με τόλμη.

Γιατί τα όνειρά σου ήτανε πάντοτε πιο μεγάλα και πιο παντοδύναμα από τα αδιέξοδα μες τα οποία γεννήθηκες.

Γιατί το θάρρος. η ελπίδα και η πίστη σου ήτανε πάντοτε πιο δυνατά, πάντοτε πιο φωναχτά απ’ το φόβο και τις αμφιβολίες σου, πάντοτε πιο ετοιμοπόλεμα μπρος στους λογής μικρούς θανάτους, στα ΟΧΙ και στις κλειστές πόρτες που βρήκες μπρος σου.

Σε σένα, που ξεκίνησες απ’το τίποτε, για να κυοφορήσεις τα πάντα. Σε σένα, που ήρθες από μακριά, κουβαλώντας την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής, για σένα και τους άλλους.

Σε σένα, που έφθασες άγνωστη και υπέμεινες τόσα. Σε σένα, που σφίξες τα δόντια και δούλεψες αγγόγυστα, ξένη όντας, σε σουπερμαρκετς και καφετέριες και τηλεφωνικά κέντρα και αγροκτήματα και γηροκομεία και νοσοκομεία και εταιρείες καθαρισμού και ό,που αλλού σε έφερε ο δρόμος κι η ανάγκη να φας εσύ και τα παιδιά σου, πετώντας στην άκρη τα πτυχία και τις γνώσεις σου.

Σε σένα, που άντεξες τόσα, κι αντέχεις ακόμη, με το χαμόγελο στα χείλη. Σε σένα που απ’ την πρώτη στιγμή της πανδημίας, είσαι εθελόντρια στην κοινότητά σου και ψωνίζεις για τους ηλικιωμένους ή τους κρατάς συντροφιά στο τηλέφωνο.

Σε σένα, που κανείς δε σε πίστεψε και κανείς δε σε υποστήριξε όταν άγνωστη ήρθες, μα εσύ δεν έπαψες να πιστεύεις στον εαυτό σου. Και να αγωνίζεσαι.

Σε σένα, που έπεσες με τα μούτρα να βοηθήσεις και να υπερασπιστείς τους άλλους. Σε σένα που σπούδασες νομική και ιατρική και δημοσιογραφία για να υπηρετήσεις τους άλλους. Σε σένα, που μέσα στην πανδημία, έτρεξες πρώτη να μπεις στο εργαστήριο και δούλεψες μέρα-νύχτα για να βρεις με την ομάδα σου το εμβόλιο.

Σε σένα, που τώρα που ο δρόμος σου άνοιξε, οι άνθρωποι σ’ έμαθαν και προοπτικές καλές επιτέλους ανοίχτηκαν για σένα, εσύ ποτέ δε ξέχασες. Ποτέ σου δε ξέχασες τι πέρασες και ό,που μπορείς, αυτές τις πόρτες προσπαθείς με πείσμα να τις ανοίγεις για τους άλλους.

Αυτό το κείμενο είναι για σένα, μετανάστρια γυναίκα.

Που δε συμβιβάστηκες και ούτε δέχτηκες ποτέ σου να χωρέσεις στα στερεότυπα που η κοινωνία πασχίζει να σου επιβάλλει,σε κείνους τους περιορισμούς που παραδοσιακά η κοινωνία αρέσκεται να σε φορτώνει και τα εγκατέλειψες δίχως δεύτερη σκέψη.

Για σένα, μετανάστρια γυναίκα, που είσαι η μάνα και η γιαγιά και η κόρη και η αδελφή όλων μας. Γιατί όλοι από σένα προήλθαμε. Γιατί εσύ μας έδωσες το φως της ζωής.