Στον παππού μου, στη γενιά του και στις γενιές μετέπειτα.

Μι’ ακόμη επέτειος μακριά απ’ την πατρίδα. Ξημερώνει νωρίς, μια μέρα γεμάτη σκέψεις κι αναμνήσεις, πλούσια σε εικόνες μιας ηλικίας παιδικής, κάτω απ’ το απλόχερο αττικό φως..

Επέτειοι της μνήμης, σε μια Αθήνα του ΄90, με την οικογένεια μετά την παρέλαση μαζεμένη γύρω απ’ το τραπέζι, με του παππού τις ιστορίες για την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση, και τη φωνή της Βέμπο, απ’ το κασετόφωνο κάπου στο βάθος..

Επέτειοι της μνήμης, να ξετυλίγονται, μέσα από ήχους και λέξεις και αφηγήσεις, πότε σα μεταπολεμική ταινία και πότε σα παραμύθι, γύρω απ’ την απόφαση ενός λαού ν’ αρθρώσει το ΟΧΙ του, ρισκάροντας την ύπαρξη και το παρόν του, για να μπορεί, καθώς έλεγε ο Ρήγας Φεραίος, να συλλογάται ελεύθερα…

Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών, ακούω την καρδιά μου σήμερα να ψιθυρίζει. Κι ύστερα, το νήμα της ανάμνησης σκαλώνει στην εικόνα του παππού μου, να εξιστορεί σε μια ακόμη επέτειο, τις εξωπραγματικές περιπέτειες ενός 15χρονου και των φίλων του, τις ιστορίες μιας ολόκληρης γενιάς, που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, έμαθαν τι θα πει οδύνη και πείνα και πόλεμος και θάνατος, πριν καλά- καλά ενηλικιωθούν..

Εδώ ανασφάλεια και πόνος και στέρηση, ακούω τη σκέψη μου, τώρα να λέει.
Κι ύστερα, το νήμα της αφήγησης στέκεται- τι παράξενο- σε μένα και στα αδέρφια μου που ξεσπάμε στα γέλια, καθώς ο παππούς μας διηγείται ένα σωρό ανέκδοτα γύρω απ’ την αναγκαστική συμβίωση με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, μ’ επίκεντρο τις άπειρες φάρσες εκείνου και της παρέας του. Σύντομα μαθήματα, για το πώς, η ζωντάνια και η ομώνυμη αποκοτιά της εφηβείας, ξέρει να ξορκίζει με χιούμορ, τη φρίκη του θανάτου.

Εδώ ελπίδα και πένθος και οργή, για όσους και όσα άδικα χάνονται μέσα σε 24ωρα, στα χαλάσματα μιας Ελλάδας που βιώνει τον τρόμο, την καταπίεση και την αυθαιρεσία, σφίγγοντας όσο πιο σφιχτά γίνεται τα δόντια, μια Ελλάδα που μάχεται, μ’ αισιόδοξο πείσμα, να επιβιώσει. Εδώ φόβος και θάρρος και σιωπή, για όσους και όσα παλεύουν και αντιστέκονται και αδίστακτα ονειρεύονται, μια ζωή δίχως κατακτητές και Κατοχή.

Κι ύστερα, το νήμα της αφήγησης, στέκεται- τι παράξενο- ακριβώς απάνω στα μάτια του παππού, που’ ναι γεμάτα δάκρυα απ’ τη χαρά του, καθώς μας διηγείται την Απελευθέρωση, τους ανθρώπους που ξεχύνονται πανευτυχείς στους δρόμους, που τραγουδούν, κι από μπαλκόνι σε παράθυρο, κι από παράθυρο σε αυλή, θριαμβευτικά γιορτάζουν…

Εδώ χαρά και περηφάνια και μέλλον, μιας και μπροστά μας τώρα απλώνεται η Ζωή, πέρα απ΄ το Θάνατο: Εδώ έρωτας και δημιουργία και σμίξιμο και οικογένεια! Και ιδού που, παρά τον κίνδυνο και πέρα απ’ τις συντριπτικές πιθανότητες το νήμα να κοπεί απότομα, στου παππού τη γενιά, το νήμα ξεδιπλώνεται ακόμη, στη γενιά των γονιών, και έπειτα στη δική μας …

Μια επέτειος ακόμη, μακριά από την πατρίδα. Και το φως της μέρας με βρίσκει τυλιγμένη, κάτω απ’ τα στρώματα της νοσταλγίας για κείνη την 28η της παιδικής μου ηλικίας, ν’ αντλώ, απ’ την γενιά του παππού των αναμνήσεών μου, τη λαχτάρα για Ελευθερία και τη δύναμη για Ζωή!