Yπάρχουν στιγμές που διστάζω να κοιτάξω κατάματα τον καθρέφτη μου: το βλέμμα μου ξεγλιστρά, κι εγώ, αυτομάτως, σκύβω.

Έπειτα, η αντανάκλασή μου, ξεγλιστρά και δραπετεύει, για να συναντηθεί στις επιφάνειες τωνυπάρξεων των άλλων.. Άραγε, είμαι εγώ ο καθρέφτης τους, ή εκείνοι, ο δικός μου; Ή μήπως,ταυτοχρόνως, και τα δυό; 

Απάντηση πάντως, δυσκολεύομαι να δώσω. Είναι που δειλιάζω να δω την έκφραση του βλέμματός μου στον καθρέφτη. Και είναι που, προτιμώ, συνήθως, για καθρέφτη μου, τα βλέμματα των άλλων.. Κι είναι το γεγονός, πώς, με θέρμη μάλλον ασυνήθιστη, διαρκώς με κατατρώει να συγκρίνω, πόντο τον πόντο, τις επιτυχίες μου, με τις επιτυχίες των άλλων.. Πότε να βγαίνω υπέρτερη, πότε λειψή.. 

Ώ, βαρέθηκα, πιά! Με κούρασαν οι πάντα to be continued ανασφάλειές μου, και κείνα τα επώδυνα,σκέτα αγκάθια, απωθημένα μου.. Βαρέθηκα πια να διηγούμαι στον εαυτό μου, πως οι άλλοι ήταν πάντα τυχεροί, πως εγώ, δεν υπήρξα ποτέ μου στ’ αλήθεια τυχερή, κι έτσι, να δικαιολογώ εαυτόν γι’ όλα τα ελαττώματα και τις αποτυχίες του! 

Στο κάτω- κάτω, τι σημασία έχει, αν στάθηκα ή όχι τυχερή, τι κέρδισα και τι έχασα, αν πέτυχα ή απέτυχα, εφόσον ο θάνατος θα με επισκεφθεί, είτε έτσι είτε αλλιώς; 

Αν είναι κάτι που έχει σημασία, είναι που ξεπέρασα, επιτέλους, την αφήγηση που επέλεξαν για μένα  οι άλλοι. Που βρήκα το θάρρος, να αμφισβητήσω όλα όσα εκείνοι ήθελαν να με πείσουν να παριστάνω πως είμαι, όλα όσα επέμεναν να μου επιβάλουν να ονειρεύομαι! Που ‘παψα να φοβάμαι να ταξιδέψω, και σήκωσα άγκυρα για μέρη μακρινά, άγνωστα και καινούργια, καταλαβαίνοντας πώς, καταβάθος, τούτοι οι φόβοι δε μου ανήκουν, αυτά τα μη και δεν π’ άκουγα ασταμάτητα κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, δεν έγιναν ποτέ δικά μου!

Κι ήρθε μια μέρα, π’ αποφάσισα να μη στέκομαι πεισματικά αγκυρωμένη στο μηδέν, στο παρελθόν, στην ανασφάλεια, στ’ απωθημένα!

Κι ήρθε μια μέρα, π’ αποφάσισα ν ‘αγαπηθώ και να ταξιδέψω, πολύ πιο πέρα απ΄ τα γνώριμά μου ως τότε σύνορα, να δοκιμάσω ν ‘αποτύχω! 

Γιατί κατάλαβα, ότι δεν είναι τύχη μου το κλείσιμο ανάμεσα στα τείχη της μίζερης ασφάλειας και του συμβιβασμού, της βολικής υποκρισίας και της χειραγώγησης.. Γιατί κατάλαβα, πώς, δρόμος μου είναι κείνος που οδηγεί ίσα ευθεία προς τα σύννεφα και τ’ αστέρια: Ο δρόμος μου είναι μεγάλος, ο χρόνος μου λιγοστός , και δεν προφταίνω να δειλιάσω και να κοντοσταθώ μπρος στη Ζωή και στην Αγάπη! 

Σηκώνω άγκυρα. Κι εμπρός μου ορθώνονται, πελώρια κύματα, όλες οι δυσκολίες του κόσμου.. 

Και φθάνουν στιγμές, π’ αμφιβάλλω για την αξία μου, διστάζω, για το πόσο χωράω στις διαστάσεις του ονείρου μου, έρχονται μέρες που αποτυγχάνω και παγώνω, απέναντι στα έσω μου εμπόδια, παραπαίω και χάνω τον προσανατολισμό μου.. Κι έπειτα, όπως έχω στήσει ένα -ένα τα κύματα-εμπόδια, να τα βλέπω να ορθώνονται ενάντιά μου, έτσι και τα ξεστήνω! 

Τα ξεστήνω, σηκώνοντας άγκυρα ξανά, και συνεχίζω χαμογελώντας το ταξίδι μου: Ξαναθυμάμαι πως ο δρόμος, είναι ακόμη απέραντος, ο χρόνος μου στο τιμόνι, λιγοστός, κι ίσα που προφταίνω να ταξιδέψω μέσα απ’ τις εμπειρίες μου, ίσα που προφταίνω ν’ αγκαλιάσω, νέες εκδοχές του εαυτούμου!