Το δάνειο της Αγάπης. 

Τα μπαλώματα. Τα αδέξια μπαλώματα στην ταπισερί των σχέσεων. 

Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στην νύχτα των άλλων; Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στις απώλειες και τα αδιέξοδα των άλλων; Αυτό που χάνεται και δεν ξαναγυρίζει πίσω, η ύπαρξη που πνίγεται και πεθαίνει, από πληγή σε πληγή. Τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας, η άρνηση να πενθήσουμε γι’ αυτό που χάθηκε, και τα υποκατάστατα. 

Η κατάχρηση της αγάπης, Αγάπη υπό όρους και σε δόσεις, Αγάπη μέσα από δανεικούς ορισμούς και υποκατάστατα. 

Γιατί; 

Η μια γενιά μετά την άλλη, κόβει, ράβει και μπαλώνει. Το ύφασμα είναι παμπάλαιο, τόσο παλιό που’ ΄ναι γεμάτο τρύπες: Η μάνα, ο πατέρας, τα παιδιά, κρατούν όλοι τους από μια βελόνα, και ράβουν, ράβουν, κόβουν και ράβουν και αγωνίζονται, παλεύουν να μπαλώσουν τις τρύπες, βάζουν τα δυνατά τους να τις καλύψουν όλες. 

Μα το ύφασμα είναι τόσο παλιό και τόσο φθαρμένο, που δεν αντέχει, δεν επιδέχεται κανένα μπάλωμα πια: Η μανία της βελόνας, η πίεση και η αγωνία με την οποία το κάθε μέλος ράβει, κάνει το ύφασμα να τεντώνεται και να τρυπά πιο εύκολα. Απελπισία: Κάθε μπάλωμα πια, είναι μάταιο! 

Η μια γενεά μετά την άλλη, καταπιέζεται και βιώνει την απώλεια. 

Γιατί; 

Ύπαρξη=Χρέος; 

Γιατί και σε ποιόν; 

Δε μου έμειναν άλλα παιδιά, αλλά εσείς που μου μείνατε θα βγείτε ‘ καλά παιδιά’ 

Και τι θα πει ‘ καλά παιδιά’; 

Ποιά είναι τα’ καλά παιδιά’ ; 

΄Να’ σαι καλό παιδί, μου λέγανε. ‘ Μπράβο καλό παιδί, μου λέγανε. 

Κάθε φορά που με βλέπανε στο δρόμο’ Έρχεται το καλό παιδί’ λέγανε. 

Ποτέ δε μιλούσα. Μόνο σώπαινα και έσκαγα ένα προσποιητό χαμόγελο. 

Πνίγομαι. Πόσες φορές πνίγηκα σε προηγούμενες ζωές; Βουλιάζω. 

Τα νερά φουσκώνουν, φουσκώνουν, η παλίρροια ανεβαίνει. Στέκομαι και κοιτώ την πλημμύρα που έρχεται και θα σκεπάσει τα πάντα. 

Έτσι όπως στέκομαι στην άκρη των νερών, βλέπω μια γυναίκα, με κοιτάζει. 

Το βλέμμα της μου είναι οικείο. Πλησιάζω. 

Την κοιτώ στα μάτια, με κοιτά και αυτή. Μου λέει: Βλέπεις τα νερά; Η παλίρροια είναι μεγάλη, το ύψος του νερού είναι μεγάλο, θα τα σκεπάσει όλα, μην πας προς τα κει. 

Κοιτάζω κατά μήκος του νερού. Παρατηρώ τα νερά που κινούνται και φουσκώνουν, τη στάθμη τους που αθόρυβα, σιγά-σιγά, ανεβαίνει. Έχει δίκιο, σκέφτομαι. 

Το νερό θα τα καλύψει όλα. Γυρίζω και της λέω: Σε ευχαριστώ. 

Έπειτα, η παλίρροια έρχεται. Τα νερά ανεβαίνουν επικίνδυνα, θα τα πνίξουν και θα τα παρασύρουν όλα στο πέρασμά τους. Δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει λεπτό για χάσιμο. Στέκομαι πλαι στη γυναίκα, την κοιτάζω ξανά, θα πνιγείς, σκέφτομαι, δεν είσαι αρκετά νέα, ευέλικτη και δυνατή για να γλυτώσεις.. 

Μου απαντά: ‘Ασε με να πεθάνω΄΄΄. 

Το φράγμα σπάει και τα νερά ορμάνε καταπάνω μας. Εν ριπεί δευτερολέπτου, αρπάζω με θάρρος τη γυναίκα στα χέρια μου, την ακουμπώ απαλά στην πλάτη μου- όπως ένα μωρό-και τη βαστάζω γερά στην πλάτη μου. Πόσο μικρή και εύθραυστη είναι, και πόσο ψηλή και γεροδεμένη είμαι εγώ: Οι ώμοι μου είναι μεγάλοι και οι πλάτες μου γερές, πλάτες κολυμβητή που ξέρει να κρατά την ανάσα του στα πιο μεγάλα μακροβούτια! 

Καταδύομαι. Τα νερά με καλύπτουν ολόκληρη πια, στην αρχή φτάνουν ίσαμε το λαιμό, τώρα σκεπάζουν το κεφάλι μου. Είμαι κάτω απ΄ την επιφάνεια. Χάνω βάρος, χάνω ύψος και πέφτω, σα βαρίδι το σώμα μου κατευθύνεται στο βυθό. 

Ξάφνου, ανοίγω τα μάτια: Έχω συνείδηση, καταλαβαίνω πως βρίσκομαι κάποια μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια. Απεναντί μου η γυναίκα, βουλιάζει αναίσθητη και αβοήθητη. Κολυμπώ προς το μέρος της, για να την αρπάξω, να την βγάλω στην επιφάνεια, και τότε, ξυπνώ!