Για τη Valerie και κάθε Valerie του κόσμου τούτου
Στέκομαι πλάι σου και σε παρατηρώ, καθώς κοιτάζεσαι στον καθρέφτη.
Εγώ είμαι ακόμη παιδί, και εσύ είσαι πια ενήλικη.
Πόσο όμορφη και πόσο μεγάλη μοιάζεις στα μάτια μου!
Το είδωλο του καθρέφτη μπροστά μας, που εσύ με τόση προσήλωση καθρεφτίζεσαι μέσα σ’ αυτόν, είναι ακόμη ολόκληρο.
Το ίδιο κι ο καθρέφτης, Valerie.
Γυρνάς, με κοιτάς παιχνιδιάρικα, μου κλείνεις το μάτι, και μου λες γλυκά: ‘ Γειά σου Σταύρο και κυρ Σταύρο αφέντη τσουτσουλομύτη.. και αρχινάς να τραγουδάς αυτόν τον απλό, παιδικό σκοπό.
Και εγώ σε κοιτάζω και, γι’ άλλη μια φορά, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, με όλ’ αυτά τα σύμφωνα και τα φωνήεντα τα μαζεμένα, και με τον τρόπο τον θεατρινίστικο που τα λες. Και εύχομαι μέσα μου, άμα γίνω και εγώ μεγάλη, σα και εσένα, να’ μαι όπως εσύ, και να προφέρω τα φωνήεντα και τα σύμφωνα με τον ίδιο αστείο τρόπο, κάνοντάς τους άλλους να γελάνε.
Και παρέσυραν τα φωνήεντα τα σύμφωνα, και τα σύμφωνα τα χρόνια, και εγώ μεγάλωσα.
Και τώρα φτάνω να δω το είδωλό μου στον καθρέφτη ολόκληρο.
Μόνο που δεν υπάρχει πια καθρέφτης.
Γιατί μια μέρα,ο καθρέφτης έπεσε και έσπασε και έγινε χίλια εκατό κομμάτια.
Και μαζί με αυτόν, και το είδωλό σου, Valerie.
Και στέκομαι πλάι σου και σε παρατηρώ, μα δε σ’ αναγνωρίζω πια.
Tι σου συνέβη, στο διάστημα που μεσολάβησε, ώσπου να σε ξαναδώ;
Σε θυμάμαι, ολομόναχη, δύσπιστη και τρομαγμένη να με κοιτάς, φορώντας κείνο το μακρύ τριμμένο πράσινο παλτό σου, με το κοντοκουρεμένο σου μαλλί, και κείνο το πολύχρωμα παράταιρο καπέλο.
‘Ανθρώπους γυρεύω, μ’ ανθρώπους δε βρίσκω’ μου’ χες πει κείνο το βράδυ.
Θυμάσαι; Τότε που σε ρώτησα γιατί κάθεσαι στην άκρη της σκάλας, μόνη.
Τότε που οι άνθρωποι, αγωνίζονταν με κάθε μέσο να σε κάνουν να σωπάσεις, για να μη χρειαστεί να μην έρθουν ποτέ αντιμέτωποι με την άβολη αλήθεια.
Τότε που οι άνθρωποι, ξερνούσαν απάνω σου τα σκοτάδια τους, κακοποιώντας σε με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία, μπρος στις γυρισμένες πλάτες των άλλων.
Πόσα χρόνια να κακοποιήθηκες άραγε, Valerie, ώσπου να σπάσεις και εσύ με τη σειρά σου και να γίνεις κομμάτια;
Πόσες πλάτες γυρισμένες και αδιαφορία άραγε να συνάντησες Valerie, ώσπου να απελπιστείς, και κάθε ψήγμα εμπιστοσύνης να πεθάνει μέσα σου;
Πόσες σχέσεις αυτοκαταστροφικές να έζησες άραγε Valerie, ώσπου ν’ αποφασίσεις να πάψεις να σχετίζεσαι;
Κι εγώ, μεγάλη πια, τεντώνω με λαχτάρα τα χέρια μου να σ’ αγγίξω, μα είναι αργά.
Επειδή βλέπεις, δε μπορώ να σε φτάσω πια, Valerie.
Ούτε να σε αγκαλιάσω μήτε να σε παρηγορήσω, κάνοντάς σε να γελάσεις με τον σκοπό που μου τραγούδαγες, σαν ήμουν παιδί.
Επειδή δεν είμαι πια παιδί, κι εσύ έχεις ήδη εξοστρακιστεί από τον λογικό κόσμο των μεγάλων.
Και μένω εγώ, ν’ αναρωτιέμαι, κοιτάζοντας το δακρυσμένο μου είδωλο, αν υπάρχει τάχα κάποιος εκεί έξω, να αισθάνεται την απουσία σου.