Κάθε Χριστούγεννα, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα δεν λείπουν από κανένα σπίτι. Τα παραδοσιακά, πατροπαράδοτα γλύκισμα των εορτών – σε διάφορες συνταγές και παραλλαγές – έχουν την τιμητική τους και συνήθως, κανένας δεν μπορεί να φάει μόνο ένα.

Στην πραγματικότητα, τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες δεν είναι «ντόπια» γλυκίσματα, με την έννοια των ελληνικών συνόρων.

Τα έφεραν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως τόσα άλλα στοιχεία των παραδόσεων και της κουλτούρας τους , που τελικά ενσωματώθηκαν στην ελληνική παράδοση.

Το όνομα του κουραμπιέ προέρχεται από το Qurabiya στα αζέρικα, Kurabiye, στα τούρκικα και σημαίνει, μπισκότο.

Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας δημιούργησαν στο Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και μετέφεραν την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων της Μικράς Ασίας. Έτσι σήμερα στην Ελλάδα οι πιο γνωστοί παραδοσιακοί κουραμπιέδες είναι αυτοί της Νέας Καρβάλης.

Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό).

Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.

Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του Δωδεκαημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».

Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).

Με πληροφορίες από την Ένωση Μικρασιατών Φοιτητών