Οι δυτικές κοινωνίες τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζονται από το «ναρκισσιστικό στοιχείο» που όλο και αυξάνεται, περιορίζοντας το ειλικρινές ενδιαφέρον μας για τους άλλους. Πρακτικά οι άνθρωποι αδυνατούν να μπουν στη θέση του άλλου, να συναισθανθούν, να αποδεχτούν και να αποκωδικοποιήσουν το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από λέξεις ή πράξεις των άλλων.


Η μαγεία της ενσυναίσθησης θα μας απασχολήσει πολύ τα επόμενα χρόνια. Είναι το κλειδί θα λέγαμε αν θέλουμε να έχουμε υγιείς και ευτυχισμένους ανθρώπους μέσα στα κοινωνικά σύνολα που οικοδομούνται. Τι είναι η ενσυναίσθηση θα ρωτήσουν πολλοί. Ενσυναίσθηση είναι η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου προσπαθώντας να κατανοήσουμε τα κίνητρά του, τα συναισθήματά του και εν τέλει την συμπεριφορά του.


Πολύ συχνά η ενσυναίσθηση συγχέεται με την συμπόνια ή την συμπάθεια. Η ειδοποιός διαφορά από αυτές τις έννοιες εντοπίζεται στο γεγονός ότι στην διαδικασία της ενσυναίσθησης δεν συμπάσχεις απλά, προσπαθώντας να κατανοήσεις τις καταστάσεις επειδή μπορεί να σου θυμίζουν κάτι προσωπικό σου, αλλά ουσιαστικά συναισθάνεσαι τον άλλον, κατανοείς την οπτική και την συναισθηματική του κατάσταση τόσο ώστε να βάλεις τον ίδιο σου τον εαυτό στη δική του θέση.


Η Sara Blaffer Hrdy (ανθρωπολόγος) συνέβαλε στην εξελικτική ψυχολογία καθώς ήταν αυτή που διατύπωσε την θεωρία της «Γονικής Επένδυσης» (Evolutionary Parental Inestment Theory) και στις σύγχρονες πλέον κοινωνίες μπορούμε να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε τα ποσοστά της ενσυναίσθησης στα δύο φύλα.

Η θεωρία της Γονικής Επένδυσης μας δίνει την δυνατότητα να κατανοήσουμε τις συμπεριφορές που επιλέγονται με βάση την επένδυση που έχουν κάνει οι άνδρες και οι γυναίκες για την φροντίδα των παιδιών τους στο πέρασμα του χρόνου.


Η θεωρία αναφέρει ότι τα ποσοστά ενσυναίσθησης είναι συνήθως υψηλότερα στο γυναικείο φύλο καθώς οι μητέρες αναμένεται να αναπτύξουν ένα δυνατό αίσθημα φροντίδας και ακόμη δεξιότητες συναισθηματικής αντιληπτικότητας για να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα και τις ανάγκες των απογόνων τους για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Αντίθετα, οι άντρες συνηθίζουν να διακατέχονται από αμφιβολία σε οποιοδήποτε βήμα της ζωής τους, φοβούνται την πατρότητα (σεξουαλική απιστία) και εστιάζουν κυρίαρχα και πρώτιστα στον εαυτό τους.

Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μία οντότητα με σαφή όρια και ως διαφοροποιημένο από το κοινωνικό πλαίσιο και τις αναπαραστάσεις των άλλων. Δίνουν κυρίως βάση σε ατομικούς και προσωπικούς στόχους. Για αυτό το λόγο τα επίπεδα της ενσυναίσθησης στους άνδρες καλλιεργούνται και αυξάνονται σε πιο ώριμη ηλικία, όταν έχουν κατακτήσει αρκετά από όσα ήθελαν να έχουν στη ζωή τους.


Οι άνθρωποι συνηθίζουν να βιώνουν την «συναισθηματική ενσυναίσθηση» από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια, με το να νιώθουν τα συναισθήματα των γονιών τους και συχνά με το να καθρεφτίζουν αυτά τα συναισθήματα.

Έτσι, η ενσυναίσθηση μπορεί να βοηθήσει στην αιτιολόγηση των πράξεων του άλλου όχι όμως και στην δικαιολόγησή τους.

Προσπαθώντας να βιώσουμε τα συναισθήματα του άλλου μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οδηγήθηκε εκεί αλλά όχι απαραίτητα να συμφωνήσουμε με την γενικότερη κατάσταση.


Έρευνες έχουν δείξει ότι τα οφέλη της ενσυναίσθησης διακρίνονται στην σταδιακή ανάπτυξη και συγκρότηση της προσωπικότητας των παιδιών δημιουργώντας ενήλικες με σφαιρική άποψη ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης δύσκολων καταστάσεων και του συναισθηματικού στρες που δημιουργείται από αρνητικές πιέσεις.