Η Όλγα Μωραΐτη γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Ιταλικής Σχολής Αθηνών και είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έχει διδάξει θεατρικό παιχνίδι σε παιδιά στην πόλη Αβέιρο της Πορτογαλίας, στα πλαίσια προγράμματος κοινωνικού αποκλεισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2011 δημιούργησε τον χώρο τέχνης «Θέατρο Διά Δύο», εκεί όπου έπαιξε και σκηνοθέτησε τις παραστάσεις «Ερωμένες στον καμβά», «Ψίχα για Τάνγκο» και την «Ωραία Κοιμισμένη». Η «Ωραία Κοιμισμένη» εκτός από θεατρικό έργο αποτελεί και το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο.

– Όλγα, επέλεξες να ακολουθήσεις επαγγελματικά τον χώρο της ηθοποιίας και της σκηνοθεσίας. Τι στάθηκε αφορμή για αυτή την επιλογή σου;

Η βιογραφία του Τζιμ Μόρισον! Ξέρω ότι θα έπρεπε να απαντήσω «Με πήγαιναν στο θέατρο από μικρή οι γονείς μου» (το οποίο είναι γεγονός, και εννοείται πως έπαιξε τον ρόλο του!), όμως η αλήθεια είναι αυτή. Την διάβασα στα 17 μου (σπάνιο γεγονός γιατί δεν διάβαζα εξωσχολικά καθόλου μέχρι τότε!) και μαγεύτηκα από τον τρόπο που ο συγγραφέας περιέγραφε το καλλιτεχνικό υπόβαθρο που είχε αυτός ο καλλιτέχνης. Όταν το βιβλίο έγινε ταινία, ήταν τόσο πετυχημένη η μεταφορά στον κινηματογράφο που είπα, αυτό θέλω να κάνω κι εγώ. Χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, είχε ήδη εκδηλωθεί η αγάπη μου και για τις δύο μου κλίσεις. Η απίστευτη ενσάρκωση του ήρωα από τον ηθοποιό από τη μια και η μεταφορά της ατμόσφαιρας του βιβλίου από τον σκηνοθέτη από την άλλη. Και τα δύο δεν σε άφηναν στιγμή να απογοητευτείς ούτε λεπτό από το αποτέλεσμα. Λίγα χρόνια μετά, άκουγα την δασκάλα μου στην δραματική σχολή, Ταμίλλα Κουλίεβα, να λέει «Η Όλγα πρέπει να γίνει και σκηνοθέτης» και ακούγοντάς την, ένιωσα να επιβεβαιώνεται η αρχική μου διαίσθηση. Ήταν πολύ όμορφο συναίσθημα.

– Σε τι κατάσταση βρίσκεται το ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια; Μπορούν να επιβιώσουν οι ηθοποιοί αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα;

Ελάχιστοι το καταφέρνουν αυτό πια, αλλά δύσκολα θα υπήρχε χώρος για όλους. Είναι από την φύση της δύσκολη και αβέβαιη η δουλειά μας, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν μεγάλα θέατρα που δίνουν 250 ευρώ βασικό μισθό, ή λένε «Μισθός δεν υπάρχει, αλλά θα είσαι στην σκηνή με διάσημους, δεν σου φτάνει»; Καταλαβαίνω να συμβαίνει αυτό σε μικρές παραγωγές, αλλά όταν μιλάμε για μεγάλα θέατρα θυμώνω πολύ. Βεβαίως, υπάρχουν και σοβαροί παραγωγοί που κάνουν σωστά την δουλειά τους αλλά είναι λίγοι. Θα έπρεπε να είναι περισσότεροι. Τα νέα παιδιά που αγαπούν την επιχειρηματικότητα θα έπρεπε να στραφούν και να επενδύσουν στο θέατρο και το σινεμά. Και να το κάνουν τίμια, από κάθε άποψη για να ανεβάσουν τον πήχη και τον υγιή ανταγωνισμό. Είναι κάτι που λείπει. Όπως και η ύπαρξη ατζέντηδων. Μόνο κάτι τέτοιο θα άλλαζε το μέλλον του χώρου και των ηθοποιών προς το καλύτερο. Να δημιουργείται και να υπάρχει δουλειά. Στην χώρα που γέννησε το αρχαίο δράμα, το θέατρο πρέπει να έχει δυνατή και ουσιαστική παρουσία στην κοινωνία, την παιδεία και την διαμόρφωση της κουλτούρας των πολιτών. Αυτό ονειρεύομαι και όχι να καθόμαστε να το συζητάμε αν πρέπει να διδάσκεται το θέατρο στα σχολεία ή αν το να είσαι ηθοποιός είναι “κανονική” δουλειά όχι.

– Το 2019 κυκλοφόρησε το πρώτο σου συγγραφικό εγχείρημα, «Η Ωραία Κοιμισμένη» από τις εκδόσεις Φυλάτος. Θυμάσαι από μικρή ηλικία να έχεις μία κλίση ως προς την συγγραφή;

Καμία! Έγραφα πολύ καλές εκθέσεις στο σχολείο, αλλά μέχρι εκεί. Στον ελεύθερο χρόνο μου, υπήρχε τραγούδι, μουσική, χορός. Συγγραφή καθόλου. Επίσης, ως παιδί δεν διάβαζα καθόλου λογοτεχνικά βιβλία, έτσι δεν έπαιρνα ιδιαίτερη ενθάρρυνση από τους δικούς μου για τέτοια ενασχόληση. Στην ενήλικη ζωή μου, ανακάλυψα ότι έχω ΔΕΠΥ και τότε κατάλαβα γιατί δυσκολευόμουν τόσο πολύ να αρχίσω, και κυρίως, να τελειώσω ένα βιβλίο. Όμως, ακόμα και έτσι, είχα πολύ ζωηρή φαντασία και έφτιαχνα ιστορίες, σενάρια ολόκληρα, μέσα στο μυαλό μου. “Η Ωραία Κοιμισμένη” είναι μία τέτοια ιστορία, της ενήλικης φαντασίας μου πια. Εκείνη «κατέβηκε» στο κεφάλι μου ένα πρωί, και εγώ σηκώθηκα και την έγραψα. Αρχικά την εμπνεύστηκα ως θεατρικό έργο, που ήταν και ο χώρος μου. Μέσα σε εφτά ώρες έγραψα το θεατρικό. Η ΔΕΠΥ μου συνέβαλε σίγουρα σε αυτό! (Όταν συγκεντρωθούμε σε κάτι που μας αρέσει δεν ξεκολλάμε…) Όταν θέλησα να μετατρέψω το θεατρικό σε λογοτεχνικό, δυσκολεύτηκα. Ήταν κάτι που δεν ήξερα να κάνω και πολλές φορές πήγα να τα παρατήσω. Όμως ήταν μια ιστορία που ήθελα να μείνει στον χρόνο, ειδικά βλέποντας πόσο άρεσε στα παιδιά και τους γονείς. Χαίρομαι που επέμεινα. Αισθάνομαι δικαιωμένη από το αποτέλεσμα.

– Θα ήθελα να μας πεις λίγα λόγια για το βιβλίο σου, «Η Ωραία Κοιμισμένη», τι ακριβώς διαδραματίζεται και αν έχει κάποιο κοινωνικό μήνυμα να περάσει στους αναγνώστες;

“Η Ωραία Κοιμισμένη”, μιλάει για ένα κορίτσι, την Ναυσικά, που είναι ερωτευμένο με το internet. Ξημεροβραδιάζεται μπροστά σε μία οθόνη και κάθε πρωί “τσακώνεται” με το ξυπνητήρι, όχι μόνο για να πάει στο σχολείο, αλλά ακόμα και για μια βόλτα με τους φίλους της. Χωρίς να το καταλαβαίνει, απορρίπτει και υποτιμά την αληθινή ζωή και τις σχέσεις. Ένα πρωί, ξυπνάει και ανακαλύπτει ότι όλοι γύρω της έχουν πέσει σε έναν βαθύ, παράξενο ύπνο. Έτσι, αναγκάζεται για πρώτη φορά να τα βγάλει πέρα μόνη της. Αρχικά τρομοκρατείται, όμως τελικά βρίσκει τρόπους να κάνει τα πάντα, δικούς της τρόπους. Για να μαγειρέψει, να ντυθεί, να μελετήσει. Εκεί είναι που συνειδητοποιεί, ότι το ίντερνετ είναι απλά ένα ακόμα εργαλείο για να ζήσει καλύτερα, και όχι η ίδια η ζωή. Μαθαίνει εκείνη πώς να το χρησιμοποιεί και όχι να την χρησιμοποιεί εκείνο. Αυτό ήταν ένα από τα μηνύματα που ήθελα να περάσω στα παιδιά, ότι είναι στο χέρι μας, είναι επιλογή, το να βγάλουμε σε καλό οτιδήποτε υπάρχει και μας φέρνει η ζωή. Το άλλο είναι πως κάθε άνθρωπος έχει χαρίσματα. Αρκεί λοιπόν να το θελήσει και τότε σίγουρα θα τα ανακαλύψει. “Η Ωραία Κοιμισμένη” μιλάει ακόμα για τις σχέσεις, την αυτογνωσία, την φιλία, την αληθινή αγάπη, την αυθεντικότητα, την συγχώρεση, την ελπίδα. Ακούγονται, και είναι, πολύ σοβαρά όλα αυτά, γι’ αυτό και δίνονται ανάλαφρα και με πολύ χιούμορ σε όλο το βιβλίο!

– Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για το ταξίδι σου στο Αβέιρο της Πορτογαλίας, όπου δίδαξες θεατρικό παιχνίδι για ένα διάστημα; Πώς προέκυψε και αν είναι κάτι που θα έκανες ξανά στο μέλλον;

Ήταν ένα πρόγραμμα κοινωνικού αποκλεισμού της Ευρωπαϊκής ένωσης. Έμαθα τυχαία για αυτό από μια φίλη και αμέσως δήλωσα συμμετοχή. Έκανα θέατρο και δημιουργικό παιχνίδι σε παιδιά μιας γειτονιάς όπου κατοικούσαν οικογένειες που προσπαθούσαν να επανενταχθούν στην κοινωνία: πρώην φυλακισμένοι, ναρκομανείς, ιερόδουλες. Πολλοί είχαν φτιάξει ξανά την ζωή τους αλλά δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί γιατί είχαν δεθεί με το μέρος και τους ανθρώπους. Έζησα πολύ δυνατές στιγμές κοντά σε αυτά τα παιδιά. Η ωριμότητά τους σε ξεπερνούσε. Το ίδιο και η μέριμνα του κράτους για αυτούς τους ανθρώπους. Θα το ξαναέκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έχοντας μεγαλώσει ανάμεσα σε δύο κουλτούρες και δυο λαούς από μικρό παιδί (Ελλάδα και Ιταλία), μου φαίνεται φυσικό να μετακινηθώ από την χώρα μου για λίγο ή για πολύ, είτε για λόγους δουλειάς, είτε για προσωπικούς λόγους. Δεν ήμουν ποτέ φαν του τουρισμού αλλά αγαπώ τα ταξίδια που προσφέρουν εμπειρία ζωής, όπως ήταν και το ταξίδι στην Πορτογαλία. Νιώθω ευγνώμων που πρόλαβα να ταξιδέψω σε τόσα μέρη πριν μας «μαντρώσει» ο κορωνοϊός. Ελπίζω σύντομα να “πετάξουμε” ξανά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

– Τι καινούριο να περιμένουμε από την Όλγα στο άμεσο μέλλον; Είτε στο χώρο της ηθοποιίας/ σκηνοθεσίας είτε της συγγραφής.

Αυτή την στιγμή υπάρχουν διάφορα project σε εξέλιξη. Η πρώτη μου ταινία μικρού μήκους ως σκηνοθέτης, είναι ένα από αυτά. Πρόκειται για το έργο μιας νέας κοπέλας του οποίου τα γυρίσματα θα ξεκινήσουμε μέσα στον Σεπτέμβριο. Ήθελα πολύ να σκηνοθετήσω ξανά κάτι που δεν έχω γράψει εγώ, μου είχε λείψει αυτή η διαδικασία. Το να σου εμπιστεύεται κάποιος το δημιούργημά του, το θεωρώ μεγάλη τιμή αλλά και πρόκληση. Η μετάβαση από το σανίδι στην κάμερα δεν έγινε μόνο για πρακτικούς λόγους, δηλαδή λόγω του κορωνοϊού. Υπήρχε πάντα η επιθυμία και απλά ήρθε η στιγμή να γίνει. Εξακολουθώ να έχω ζωντανά κάποια θεατρικά σχέδια, σε πείσμα της δύσκολης λόγω κορωνοϊού εποχής, αλλά η πραγματικότητα που ζούμε τα βάζει σε δεύτερη προτεραιότητα για την ώρα. Η έκδοση στα αγγλικά της Ωραίας Κοιμισμένης, η οποία καθυστέρησε λιγάκι, είναι και αυτή καθ’ οδόν καθώς και μια σειρά από προϊόντα του βιβλίου που όσοι θέλουν θα μπορούν να προμηθευτούν από το διαδίκτυο.

– Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πεις 3 πράγματα που λατρεύεις στην Ελλάδα και 3 που σε απωθούν.

Λατρεύω. ( και ευτυχώς είναι περισσότερα από 3…)

Το φιλότιμο των Ελλήνων.Το χιούμορ μας, που στα δύσκολα δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Την ικανότητά μας να καταφέρνουμε πολλά ακόμα κι όταν διαθέτουμε πολύ λίγα. 

Με απωθούν. (Και δυστυχώς είναι περισσότερα από 3…)

Η έλλειψη παιδείας.Η αντίσταση στην πρόοδο.Το ρουσφέτι.