Του Κώστα Ράπτη

Παρότι στην αρχή η υπόσχεση ότι η Βρετανία θα έχει σημαντική ανάκαμψη στην έξοδο από την πανδημία αντιμετωπίστηκε ως υπεραισιόδοξη απόπειρα να προσπεραστεί η συζήτηση για το κόστος του Brexit, πληθαίνουν εντούτοις τα σημάδια μια στιβαρής ανάκαμψης της βρετανικής οικονομίας.

Τον Μάρτιο του 2021 η αύξηση του βρετανικού ΑΕΠ ξεπέρασε τις προσδοκίες και έφτασε το 2,1%. Ως αποτέλεσμα η συνολική συρρίκνωση στο πρώτο τρίμηνο περιορίστηκε στο 1,5% και στο 5,9% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020. Η άνοδος του Μαρτίου ήταν ο υψηλότερος μηνιαίος ρυθμός ανάπτυξης από τον περασμένο Αύγουστο. Αυτό επιτρέπει προβλέψεις για σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το τέλος της χρονιάς: ορισμένοι μιλούν για ανάπτυξη 5% στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι η βρετανική οικονομία υπήρξε πιο ανθεκτική στο δεύτερο κύμα της πανδημίας.

Μάλιστα, η Capital Economics εκτιμά ότι είναι πιθανό μέχρι το τέλος του καλοκαιριού το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την πανδημία, ενώ άλλοι αναλυτές μιλάνε ακόμη και για εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 8% φέτος, προφανώς πολύ ταχύτερο από αυτόν της Ευρωζώνης. Οπωσδήποτε πρόκειται για ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς που έχουν προβλέψει για το 2021 ο ΟΟΣΑ (5,1%) και το ΔΝΤ (5,3%).
Κατανάλωση και επενδύσεις

Ρόλο αναμένεται να παίξει και το μέγεθος της επιπλέον αποταμίευσης των βρετανικών νοικοκυριών στη διάρκεια της πανδημίας, που αγγίζει τα 130 δισεκατομμύρια λίρες και μένει να φανεί σε ποιο ποσοστό θα αναζητήσει καταναλωτική διέξοδο. Όμως, και οι βρετανικές επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση επίσης σε άλλα 100 δισεκατομμύρια λίρες επιπλέον ρευστότητας, επίπεδο κατά 50% υψηλότερο από το συνηθισμένο.

Η επιπλέον ρευστότητα των επιχειρήσεων είναι το αποτέλεσμα των σημαντικών περικοπών στην εταιρική φορολογία στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον και οι έρευνες επιχειρηματικού κλίματος δείχνουν έντονη διάθεση μετατροπής της σε επενδύσεις. Η Τράπεζα της Αγγλίας εκτιμά ότι η επιχειρηματική δαπάνη σε εξοπλισμό και σε ψηφιακή τεχνολογία θα αυξηθεί κατά 7% αυτήν τη χρονιά – αύξηση που έχει να φανεί από την έκρηξη επενδύσεων στις νέες τεχνολογίες το 1998.
Αποκατάσταση του εμπορίου

Την ίδια στιγμή θετικές ενδείξεις προκύπτουν από το εξωτερικό εμπόριο. Τα στοιχεία για τον Μάρτιο δείχνουν ότι οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. έχουν φτάσει εν πολλοίς τα προηγούμενα επίπεδά τους και βρίσκονται σε υψηλότερο σημείο από το περασμένο καλοκαίρι όταν ακόμη τυπικά η Βρετανία αποτελούσε τμήμα της ενιαίας αγοράς. Και αυτό παρά τα εμπόδια που συναντούν οι βρετανικές εξαγωγές προς την Ε.Ε.

Για παράδειγμα, η Εθνική Ένωση Χοίρου έχει καταγγείλει ότι τα ποσοστά δειγματοληπτικών ελέγχων σε προϊόντα που εξάγονται προς την ευρωπαϊκή αγορά φτάνουν ακόμη και το 30%. Πάντως τα παράπονα σε σχέση με τα νέα σύνορα ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Ε. έχουν αρχίσει να υποχωρούν και οι περισσότερες εταιρείες έχουν εξοικειωθεί με την όλη διαδικασία. Αντίθετα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς έχουν δει το μερίδιό τους στη βρετανική αγορά να υποχωρεί και να κερδίζουν χώρο άλλοι ανταγωνιστές.
Η σειρά των υπηρεσιών

Σε τόνους οικονομικής αισιοδοξίας κινούνται και οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι. H Goldman Sachs προβλέπει ανάπτυξη 8,1% εκτιμώντας ότι ήδη υπάρχουν σημαντικά ενδείξεις ανάκαμψης της απασχόλησης, ξεκινώντας από την εστίαση, τα ξενοδοχεία και τις υπηρεσίες, ενώ ήδη η χρήση πιστωτικών καρτών έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την πανδημία. Επομένως, ανακάμπτει και ο χώρος των υπηρεσιών, που είχε πιο αργούς ρυθμούς, μια που τόσο η μεταποίηση όσο και οι κατασκευές έχουν σχεδόν επιστρέψει στα κανονικά επίπεδα ήδη από τον Μάρτιο. Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει και την επιλογή της κυβέρνησης Τζόνσον να εξασφαλίσει γρηγορότερους ρυθμούς εμβολιασμού από την ηπειρωτική Ευρώπη.

Αλλά και η Bank of America αναβάθμισε τις προοπτικές της βρετανικής οικονομίας, ανεβάζοντας την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη το 2021 από 5,9% σε 7,4%. Εκτιμά ότι μέσα στους επόμενους έξι μήνες οι καταναλωτές θα ξοδέψουν περίπου το ένα πέμπτο από τα 130 δισεκατομμύρια λίρες που έχουν αποταμιεύσει στη διάρκεια της πανδημίας. Σε αυτήν τη δυναμική συνέβαλε η απόφαση του υπουργού Οικονομικών, Ρίσι Σουνάκ, να παρατείνει τα προγράμματα επιδότησης για αναστολές συμβάσεων. Ωστόσο, η Bank of America κάνει και τη συμπληρωτική εκτίμηση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα υποχωρήσουν το 2022.
Προσδοκίες και για το 2022

Άλλοι πάλι υπολογίζουν ότι θα μπορούσε και το 2022 να εμφανίσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα μιας πρώτης καταναλωτικής έκρηξης το 2021 που θα ακολουθηθεί το 2022 από μια επενδυτική έκρηξη, όταν οι πολύ μεγάλες φοροαπαλλαγές για τις επενδύσεις που πέρασε ο Ρίσι Σουνάκ θα οδηγήσουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν μεγάλο μέρος από τα 100 δισεκατομμύρια λίρες επιπλέον ρευστότητας που διαθέτουν.

Οι προβλέψεις αυτές διαψεύδουν όσους υπερεκτίμησαν το βάρος της υφεσιακής δυναμικής αλλά και το κόστος του Brexit. Ενδεικτικό της απόστασης ανάμεσα σε εκτιμήσεις και πραγματικότητα, είναι το γεγονός ότι, ενώ τα μοντέλα προέβλεπαν ότι μόνο 3 εκατομμύρια πολίτες της Ε.Ε. θα έμεναν στη Βρετανία μετά το Brexit, τελικά έμειναν 5 εκατομμύρια και αυτό, εκτός όλων των άλλων, σημαίνει και μικρότερο οικονομικό κόστος από το Brexit.
Το ανοιχτό ερώτημα του πληθωρισμού

Εάν υπάρχει μια παράμετρος που παραμένει πιο ανησυχητική, είναι αυτή του πληθωρισμού. Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος η δυναμική της ανάκαμψης να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις, με αφετηρία και την αύξηση των μισθών. Τον Απρίλιο η XpertHR έκανε την εκτίμηση ότι ο ρυθμός αύξησης των βασικών αμοιβών ήταν 1,9% – αρκετά πάνω από το 1% που καταγραφόταν τους προηγούμενους μήνες. Από τη μεριά της η βρετανική στατιστική υπηρεσία εκτίμησε ότι η μέση αύξηση των συνολικών αποδοχών κινήθηκε το πρώτο τρίμηνο στο 1,5%, ενώ στις τακτικές αποδοχές έφτανε το 2%. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτά τα επίπεδα, δύσκολα μπορεί να πυροδοτήσει μια σημαντική άνοδο του πληθωρισμού. Πάντως ο στόχος της Τράπεζας της Αγγλίας είναι για πληθωρισμό 2%, ενώ η Bank of America εκτιμά ότι συγκυριακά αυτός θα μπορούσε να αγγίξει το 3%.

Πάντως ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτό δεν πρέπει να είναι λόγος ανησυχίας, μια που η κεντρική τράπεζα όταν χρειαστεί μπορεί να το ελέγξει και άρα σε αυτήν τη φάση είναι προτιμότερο να διατηρηθεί ένα βαθμός “υπερθέρμανσης” της οικονομίας.