Το ελληνικό κράτος της μεταπολίτευσης μισεί τα στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Ισως του έχει μείνει κουσούρι από την εποχή που ο εθνάρχης Καραμανλής κρατικοποίησε με υποδειγματική εμπάθεια και μένος τον Όμιλο Ανδρεάδη.
Οι Ελληνες της μεταπολίτευσης γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με ιδεοληπτικό μίσος κατά του ιδιωτικού τομέα, τον οποίο στοχοποιούσε τόσο η εγχώρια τρομοκρατία με τα κουμπούρια της όσο και οι οικονομικές πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων-ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και των ιδεοληπτών του Σύριζα συμπεριλαμβανομένων.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα γαλουχήθηκε από το κράτος-πατερούλη σαν απομεινάρι της χούντας και φυσικά από τους λαικιστές και δημαγωγούς ηγέτες της δήθεν (παπαδημούλειας) αριστεράς και φυσικά τους δεξιούς κρατιστές που απεχθανόντουσαν εξίσου τις μεταρρυθμίσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας καθαρός μισθός 1.500 ευρώ στην Ελλάδα κοστίζει στην επιχείρηση 2.727 ευρώ το μήνα ενώ στην Κύπρο το κόστος είναι 1.814 ευρώ, ή 33,5% χαμηλότερα. Για να μπορέσει να προσφέρει έναν υψηλό μισθό, της τάξης των 3.000 ευρώ μηνιαίως σε ένα στέλεχος ή επιστήμονα, η επιχείρηση στην Ελλάδα πρέπει να καταβάλει συνολικά 7.148 ευρώ, ενώ στην Κύπρο το συνολικό κόστος για την επιχείρηση είναι μόλις 4.237 ευρώ (-40%) και στη Βουλγαρία 3.768 ευρώ (-47%).

Με λίγα λόγια το κράτος παρακρατεί σχεδόν το 60% των χρημάτων που διαθέτει μια εταιρία στα στελέχη της, καθιστώντας απαγορευτική τη δημιουργία θέσεων εργασίας για υψηλής κατάρτισης στελεχιακό δυναμικό. Χαρακτηριστικό του μεγάλου ανταγωνιστικού μειονεκτήματος με το οποίο επιβαρύνεται το ελληνικό επιχειρείν είναι ότι για τη δημιουργία μιας θέσεως εργασίας με καθαρή αμοιβή 4.000 ευρώ το μήνα η επιχείρηση πρέπει να καταβάλει στο ελληνικό δημόσιο 9.430 ευρώ που με τα ίδια χρήματα μια εταιρεία στην Κύπρο ή τη Βουλγαρία μπορεί να προσλάβει δύο στελέχη με αμοιβή 4.000 ευρώ ο καθένας!
Τα άρθρα που ακολουθούν είναι αποκαλυπτικά του μένους που διέπει το κράτος εναντίον του υγιούς ιδιωτικού τομέα.
Βασίλης Μπόνιος
Υπερφορολόγηση και μεσαία τάξη:>Γιατί μας αφορά
Άρθρο κ. Μιχάλη Μητσόπουλου, Διευθυντή Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ
Για τους περισσότερους Έλληνες, στα χρόνια των μνημονίων, υπήρξαν συχνές μεταβολές στους φορολογικούς συντελεστές για τη φορολογία εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές. Σίγουρα σε σύγκριση με την προ 2010 εποχή, ακόμα και για χαμηλόμισθους, σήμερα οι φόροι και οι εισφορές έχουν αυξηθεί.
Όμως, ειδικά για τα πιο παραγωγικά στελέχη (ενδεικτικά, στέλεχος με καθαρά έσοδα 40.000 ευρώ το χρόνο) η επιβάρυνση σήμερα είναι η υψηλότερη της Ε.Ε. (60%), ενώ ακόμα και για στέλεχος με καθαρά έσοδα 20.000 ευρώ, το χρόνο, το κράτος απαιτεί σε φόρους και εισφορές το 44% της αμοιβής που καταβάλλει ο εργοδότης, που είναι η 7η υψηλότερη φορολογία στην Ευρώπη των 28.
Ορθολογικά λειτουργώντας, εργαζόμενοι υψηλών προσόντων αποφεύγουν να εργαστούν στην Ελλάδα και μεταναστεύουν. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο έντονη μετανάστευση στα χρόνια της κρίσης εντοπίζεται στις ηλικίες 20-34 ετών, στις οποίες ο πληθυσμός της χώρας έχει υποχωρήσει κατά 24% (από 2,4 εκατ. το 2008 σε 1,8 εκατ. κατοίκους το 2018), την ώρα που ο συνολικός πληθυσμός που γερνάει ταχύτατα μειώθηκε 3,4%. Μάλιστα, οι νέοι που μεταναστεύουν αποτελούν το τμήμα εκείνο της αυριανής αγοράς εργασίας με τις καλύτερες προοπτικές να πετύχει υψηλά εισοδήματα και να αναπτύξει τις δεξιότητες που χρειάζονται για την αξιοποίηση των ευκαιριών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Σημειώνεται ότι για τους νέους που μεταναστεύουν, και οι οποίοι είναι καλά καταρτισμένοι, πρόθυμοι να εργαστούν και έχουν διάθεση να εγκατασταθούν σε νέες πατρίδες, υπάρχουν διεθνώς καθιερωμένα επίπεδα αμοιβών και εφόσον μια χώρα επιθυμεί να τους προσελκύσει οφείλει να διαμορφώσει και το πλαίσιο για αντίστοιχες αμοιβές.
Το 3% των φορολογούμενων καταβάλει το 42% του συνόλου των φόρων και της εισφοράς
Μια διάσταση αυτών των εξελίξεων είναι ότι έτσι το κράτος τελικά χάνει χρήματα: ενώ το 2010 το κράτος εισέπραττε €5,4 δισ. φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων από τους φορολογούμενους με ετήσιο εισόδημα πάνω από €30.000, το 2015 μαζί με την έκτακτη εισφορά εισέπραξε €3,99 δισ. και το 2017, εν μέσω ανάκαμψης, μαζί με την ειδική εισφορά €3,89 δισ. Ο αριθμός αυτών των «προνομιούχων» φορολογούμενων μειώθηκε από 526 χιλιάδες το 2010 σε 276 χιλιάδες το 2015 και 239 χιλιάδες το 2017. Αντίστοιχα, κατά το 2017 το 3% των φορολογούμενων (7,6% το 2010) με ετήσια εισοδήματα άνω των €30.000 και με συνολικά δηλωμένα εισοδήματα το 17,7% του συνόλου κατέβαλλε το 42% του συνόλου των φόρων και της εισφοράς. Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν πως λόγω της υπερπροοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, κάθε ένας από τους εργαζόμενους με καλή εκπαίδευση και υψηλές δεξιότητες που μεταναστεύει ή που χάνει την εργασία του στην Ελλάδα αφήνει ένα δυσανάλογα μεγάλο κενό στα δημόσια έσοδα.

4η βιομηχανική επανάσταση: Απαραίτητα τα καλά αμειβόμενα & υψηλών δεξιοτήτων στελέχη
Η μετανάστευση όσων έχουν ικανότητες και διάθεση να δουλέψουν όμως πλήττει άμεσα και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Οι οργανωμένες επιχειρήσεις βασίζονται στα στελέχη αυτά για να αναπτυχθούν και για να ανταγωνιστούν στις διεθνείς αγορές ειδικά στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Χωρίς αυτά δεν μπορούν να οργανώσουν αποτελεσματικά την παραγωγή και να προσφέρουν υψηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες. Έτσι, αποδυναμώνονται και μειώνεται η παραγωγική βάση της χώρας, κάτι που τελικά αποβαίνει εις βάρος και των εργαζομένων που λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές.
Υπάρχει μια ακόμα διάσταση: με την υπερφορολόγηση των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων και ουσιαστικά τη διαχρονική συρρίκνωση όσων εντάσσονται σε αυτά, μειώνεται στην πράξη η πιθανότητα ένας μη προνομιούχος που εργάζεται δημιουργικά να ανέλθει σε αυτά τα κλιμάκια.
Επειδή η ανταγωνιστική φορολογία σε εργασία και παραγωγή αποτελεί στοίχημα επιβίωσης για τη χώρα, θα πρέπει να μειωθούν οι υπερβολές της υπερπροοδευτικής και υψηλής φορολόγησης στα εισοδήματα φυσικών προσώπων. Σίγουρα όσοι έχουν υψηλότερα εισοδήματα μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν περισσότερο στα κοινά βάρη ώστε να έχει πόρους το κοινωνικό κράτος, το οποίο από την άλλη οφείλει να είναι αποτελεσματικό. Αλλά με τις υφιστάμενες φορολογικές υπερβολές τα έσοδα του κράτους τελικά από τους φόρους επί των καλύτερων εισοδημάτων μειώνονται, και είναι προς το συμφέρον των πολλών και μη προνομιούχων πολιτών αυτή η κατάσταση να αλλάξει.
Πως θα κάνουμε πιο ελκυστική επιλογή τη μισθωτή εργασία!


Άρθρο κ. Μιχάλη Μητσόπουλου, Διευθυντή Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ
Στα χρόνια των «μνημονίων» η μανία της υπερφορολόγησης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα οδήγησε στην ένταση αυτού του δομικού προβλήματος. Έτσι, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα παραμένει χαμηλή, οι παθογένειες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν, το μερίδιο της εργασίας επί του ΑΕΠ διατηρήθηκε χαμηλά και, τελικά, τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να εξαρτώνται από μια στενή βάση.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε πιο φιλικά τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα αλλά ειδικότερα όταν αυτή αμείβεται καλύτερα. Συνεπώς, αντί να νομοθετούμε αυξήσεις που η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει, ας απομακρύνουμε τις φορολογικές και ρυθμιστικές υπερβολές που ουσιαστικά απαγορεύουν στις πλέον δυναμικές επιχειρήσεις να ανταμείψουν τους ικανούς και εργατικούς υπαλλήλους τους. Ας κάνουμε τη μισθωτή εργασία πιο ελκυστική επιλογή σήμερα για ένα πιο παραγωγικό αύριο.
Ο τρόπος αντιμετώπισης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα αποτέλεσε μια καθοριστική αιτία που οδήγησε τη χώρα στην κρίση. Για να κατανοήσουμε το γιατί απαιτείται μια μικρή ιστορική αναδρομή. Eδώ και 40 χρόνια η χώρα επέλεξε την επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα με υπερβολικές, μη ανταποδοτικές, ασφαλιστικές εισφορές και υψηλή και υπερπροοδευτική φορολογία.
Φορολογία και εισφορές έπλητταν περισσότερο τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με την αυτοαπασχόληση, που πλήρωνε μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές και είχε τη δυνατότητα φοροδιαφυγής για εισοδήματα άνω του αφορολόγητου καθώς και τους συνταξιούχους που δεν πλήρωναν πια εισφορές και συνήθως λαμβάνανε καλές συντάξεις πέριξ του αφορολόγητου, ειδικά όταν ήταν συνταξιούχοι του δημοσίου. Οι εν ενεργεία υπάλληλοι του δημοσίου επίσης λαμβάνανε συνήθως μισθό πέριξ του αφορολόγητου, τα επιπλέον επιδόματα τους είχαν χαμηλή αυτοτελή φορολόγηση και πληρώνανε ελάχιστες, συγκριτικά, εισφορές. Έτσι, το, παραδοσιακά γενναιόδωρο, «αφορολόγητο» κατέληξε να αφορά στην πράξη τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων εκτός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που ήδη πληρώνανε ένα υψηλότατο, μη ανταποδοτικό, «flat tax» με το όνομα «ΙΚΑ».
Επιπλέον, για όσους καταφέρνανε να διεκδικήσουν έναν καλύτερο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, η υπερπροοδευτική υπερφορολόγηση φρόντιζε ώστε από κάθε ευρώ που έδινε ο εργοδότης ως ανταμοιβή στον ικανό υπάλληλο, τη μερίδα του λέοντος την εισέπραττε το κράτος. Λειτουργώντας συνεπώς αμυντικά και ορθολογικά η αγορά στράφηκε μαζικά στην αυτοαπασχόληση, στην πρόσληψη στο δημόσιο και την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Η όποια μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε, συγκεντρώθηκε κατά κύριο λόγο σε θέσεις εργασίας χαμηλών αμοιβών, δεξιοτήτων και προοπτικών. Δηλαδή, σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν επεδίωκαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν δυναμική ανάπτυξη, καθώς αναζητούσαν την προστασία από τις υπερβολές του φορολογικού πλαισίου στη ζώνη της ημιπαρανομίας.
Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση, το κράτος είχε μια «λαμπρή» ιδέα: Αφού η αγορά δεν δίνει μόνη της αυξήσεις μισθών, θα νομοθετήσουμε την αύξηση των μισθών – πριν την κρίση, με το σχεδιασμό της «υποχρεωτικής διαιτησίας» και σήμερα επιπλέον μέσω νόμων και εγκυκλίων -και χωρίς βέβαια να μας απασχολεί αν αυτοί που θα λάβουν την αύξηση την αξίζουν.
Σε μια αγορά που αναγκάζεται να αποφύγει τους μεγαλύτερους και που για το λόγο αυτό βασίζεται σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό σε μικρότερες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλότερων δεξιοτήτων και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς, οι μεγάλες αυξήσεις στους κατώτατους και βασικούς μισθούς εξωθούν ειδικά τους πλέον αδύναμους εργαζόμενους στην ημιδηλωμένη ή αδήλωτη εργασία ή ακόμα και την αεργία και ανεργία.
Στα χρόνια των «μνημονίων» η μανία της υπερφορολόγησης όλων αλλά και της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα οδήγησε στην ένταση αυτού του δομικού προβλήματος. Έτσι, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα παραμένει χαμηλή, οι παθογένειες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν, το μερίδιο της εργασίας επί του ΑΕΠ διατηρήθηκε χαμηλά και, τελικά, τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να εξαρτώνται από μια στενή βάση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος.
Δηλαδή, να αντιμετωπίσουμε πιο φιλικά τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα αλλά ειδικότερα όταν αυτή αμείβεται καλύτερα. Συνεπώς, αντί να νομοθετούμε αυξήσεις που η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει, ας απομακρύνουμε τις φορολογικές και ρυθμιστικές υπερβολές που ουσιαστικά απαγορεύουν στις πλέον δυναμικές επιχειρήσεις να ανταμείψουν τους ικανούς και εργατικούς υπαλλήλους τους. Ας κάνουμε τη μισθωτή εργασία πιο ελκυστική επιλογή σήμερα για ένα πιο παραγωγικό αύριο.