«Αφήσαμε πίσω τα σπίτια μας, τη γη μας, τους νεκρούς μας. Αφήσαμε τα πιο όμορφα χρόνια μας και τις εκκλησίες μας.»
Ποτέ, σε καμμιά περίοδο της Ιστορίας κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου. Οι αιμοδιψείς Νεότουρκοι του Κεμάλ γεμίζουν τα βουνά και τις χαράδρες του Πόντου με τα πτώματα των αθώων Ελλήνων της Αμάσειας, της Νεοκαισαρειας, της Τραπεζούντας και άλλων επαρχιών. Διωγμοί, βιασμοί, αγχόνες. Η «ερυθρά» σφαγή ολοκληρώνεται από ένα σύστημα που λέγεται «λευκή» σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο, την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια τόσο μικρά που να μη χωράς όρθιος.
Συρτές κραυγές, τρομακτικοί οδυρμοί κι έπειτα εκκωφαντικές σιωπές. Ο Πόντος επάρθη…
Μια ακόμα σελίδα από το ματωμένο οδοιπορικό του πολύπαθου Γένους, που όλοι το πρόδωσαν και όλοι το προδίδουν, αλλά αυτό γενναία και απροσκύνητα συνεχίζει το δρόμο του.
Οι φλόγες που πυρπόλησαν την ευλογημένη Ποντία γη, οι φλόγες που αλύπητα αφάνισαν 353.000 Ελλήνων ψυχές, οι φλόγες τις τεράστιας πυρκαγιάς που αφάνισε τον πολιτισμό της Ιωνίας καίνε ακόμα. Ίσως όχι πια με την ίδια ένταση, αλλά οπωσδήποτε με το ίδιο ασίγαστο πάθος.
Γονυπετείς υψώνουμε τα βλέμματα στον ουρανό και αφουγκραζόμαστε τις ανάσες των μαρτύρων.
Σε ένα σιωπηλό προσκλητήριο παραμένουμε σκυφτοί, με εσωτερικούς άηχους κραδασμούς να δονούν τις καρδιές μας και νοερά τιμούμε τη Μνήμη και τη Θυσία των διαχρονικών Ηρώων.
«Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.»
Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ