Μακράς διάρκειας ανοσία μπορεί να αναπτύσσουν ασθενείς που μολύνθηκαν με τον νέο κορονοϊό, όπως προκύπτει από αμερικανική επιστημονική μελέτη, καθώς οι ασθενείς αυτοί παράγουν υψηλής ποιότητας αντισώματα κατά του SARS-CoV-2, ακόμη και πέντε έως επτά μήνες μετά την αρχική λοίμωξη.

Οι ερευνητές του Κολλεγίου Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ανοσολογίας Ντίπτα Μπατατσάρια, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ανοσολογίας «Immunity», πραγματοποίησαν τεστ αντισωμάτων σε 5.882 άτομα και διαπίστωσαν ότι αντισώματα υπήρχαν στο αίμα σε επαρκή επίπεδα επί τουλάχιστον πέντε έως επτά μήνες.

«Πολλές ανησυχίες έχουν εκφραστεί για το κατά πόσο διαρκεί η ανοσία έναντι της Covid-19. Βρήκαμε σαφώς ότι υψηλής ποιότητας αντισώματα συνεχίζουν να παράγονται πέντε έως επτά μήνες μετά τη λοίμωξη», δήλωσε ο Μπατατσάρια και εκτίμησε ότι η ανοσία διαρκεί πολύ περισσότερους από επτά μήνες, «τουλάχιστον δύο χρόνια», όπως είπε, κάτι που -αν όντως ισχύει- είναι πολύ ενθαρρυντικό και για τα μελλοντικά εμβόλια. Ανέφερε, επίσης, ότι είναι εσφαλμένες οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις πως τα επίπεδα αντισωμάτων στο σώμα μειώνονται γρήγορα και η ανοσία έναντι του νέου κορονοϊού δε διαρκεί πολύ.

►Δύο παρόμοιες έρευνες, μία από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μία άλλη από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, συνολικά σε σχεδόν 750 άτομα που είχαν μολυνθεί με Covid-19, οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε ένα άλλο περιοδικό Ανοσολογίας, το «Science Immunology», βρήκαν ότι οι ασθενείς συνέχιζαν μετά από τρεις μήνες να έχουν επαρκή αντισώματα για να τους παρέχουν ανοσία. Ειδικότερα, αντισώματα IgC κατά της πρωτείνης-ακίδας του κορονοϊού βρέθηκαν να διαρκούν περισσότερες από 100 ημέρες.

►Μία άλλη μελέτη, με επικεφαλής μία Ελληνίδα ερευνήτρια της διασποράς, τη δρα Θεοδώρα Χατζηιωάννου του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, η οποία ανέλυσε 37 δείγματα αίματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αντισώματα έναντι των εποχικών κορονοϊών (οι οποίοι προκαλούν κοινό κρυολόγημα) δεν παρέχουν προστασία έναντι της σοβαρής λοίμωξης Covid-19.
Απώλεια όσφρησης, γεύσης και… ακοής

Ξαφνική και μόνιμη απώλεια ακοής μπορεί να προκαλέσει η Covid-19, σύμφωνα με επιστήμονες στη Βρετανία, με επικεφαλής μία Ελληνίδα της διασποράς, που μελέτησαν την περίπτωση ενός 45χρονου ασθενούς. Μετά την απώλεια όσφρησης και γεύσης, οι επιστήμονες διαπιστώνουν, πλέον, ότι ο κορονοϊός SARS-CoV-2 μπορεί να κάνει ζημιά και στην ακοή.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Φωτεινή-Στεφανία Κούμπα του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL) και του Νοσοκομείου Royal National Throat Nose and Ear Hospital, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Case Reports», σύμφωνα με τον «Guardian», επεσήμαναν ότι τα προβλήματα ακοής χρειάζονται έγκαιρη διάγνωση και επείγουσα θεραπεία στους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ λόγω νέου κορονοϊού.

Ο 45χρονος άνδρας, ο οποίος έπασχε από άσθμα και νόσησε με Covid-19, διασωληνώθηκε στο νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε φαρμακευτική αγωγή με ρεμδεσιβίρη, ενδοφλέβια στεροειδή και άλλα φάρμακα. Μία εβδομάδα αφότου βγήκε από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, εμφάνισε απώλεια ακοής στο αριστερό αυτί του. Οι γιατροί ανέφεραν ότι κανένα από τα χορηγηθέντα φάρμακα δεν μπορεί να προκάλεσε τέτοια παρενέργεια, οι εξετάσεις του δεν έδειξαν κάποια αυτοάνοση διαταραχή, ούτε είχε κάποιο ιστορικό προβλήματος ακοής.

Η δρ Κούμπα σημείωσε ότι προς το παρόν δεν είναι γνωστό με ποιο τρόπο ο κορονοϊός μπορεί να κάνει ζημιά στην ακοή. Όπως είπε, «είναι πιθανό ότι ο SARS-CoV-2 εισδύει στα κύτταρα του έσω ωτός και τα καταστρέφει ή αναγκάζει το σώμα να απελευθερώνει φλεγμονώδεις χημικές ουσίες, τις κυτταροκίνες, που μπορεί να είναι τοξικές για το έσω ους. Ακόμη και η μονόπλευρη απώλεια ακοής έχει σοβαρές συνέπειες για την ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, αν δεν θεραπευθεί άμεσα».

►Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, Κέβιν Μάνρο, υποστήριξε ότι και άλλοι ιοί μπορούν να επηρεάσουν την ακοή, ενώ ήδη αρκετοί άνθρωποι που πέρασαν την Covid-19 παραπονιούνται για βόμβο στα αυτιά τους ή για μειωμένη ακοή. Μία μελέτη του σε 121 ασθενείς βρήκε ότι οι 16 είχαν προβλήματα ακοής δύο μήνες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο.