Είναι πρωί, και ο ήλιος διάπλατα, εισβάλλει απ’ τα παράθυρα: Ανοίγω τα μάτια μου στο φως, κι αφήνω πίσω μου τ’ αναρίθμητα χθεσινά σκοτάδια…

Έξω απ’ τα παράθυρά μου, γλάροι πετούν, και μια τρελή, αναίτια χαρά, ξεχύνεται απ’ την καρδιά μου, ακριβώς όπως στα όνειρά μου: Τι παράξενο! 

Έξω απ’ τα παράθυρά μου ακόμη παραμονεύει ο Θάνατος, η Σύγχυση και το Χάος, μόνο που εγώ, δε φοβάμαι πια: Τι παράξενο! 

Έξω απ’ τα παράθυρά μου, ελλοχεύει ακόμη μια επιδημία, οι φίλοι μου με καλούν στο τηλέφωνο τρομαγμένοι, οι γονείς μου ανησυχούν, ο υπαρξιακός τρόμος απλώνεται απ’ τον έναν στον άλλο, το νιώθεις στα μάτια τους, τούτος ο Μεσαίωνας μας τρομάζει όλους, κι η σκέψη του Θανάτου, λες κι αναιρεί αυτομάτως, την κάθε μας ανάσα: Θα πεθάνω, σκέφτεσαι, όλοι μας θα πεθάνουμε, αλίμονο, σου υπαγορεύει τ’ ανθρώπινο ένστικτό σου: 

Μα εσύ, δε φοβάσαι πια: Τι παράξενο! 

Χαμογελάς , και ψιθυρίζεις μ’ εμπιστοσύνη στο φοβισμένο παιδί μέσα σου: Always look on the brightside of Life, Tι παράξενο! 

Χαμογελάς, επειδή, όλη τούτη η γιγάντια εξωτερική αβεβαιότητα που πλέον σε περικυκλώνει, με περικυκλώνει, όλους μας περικυκλώνει, πέρα απ’ την Ύλη, τη Δόξα, το Χρήμα, πέρα απ’ την απ’ την πολυτέλεια της οποιασδήποτε ασφάλειας, τούτη η υπέρτατη Ανασφάλεια, που ανελέητα πυρπολεί κάθε μέρα, ένα- ένα, όλα τα ως τώρα δεδομένα σου, θανατώνοντας το αυταρχικό και πολύξερο εγώ σου, σ΄ υπενθυμίζει, το πιο βασικό: 

Πώς, απ’ το Τίποτα έρχεσαι, και στο Τίποτα πηγαίνεις, γι’ αυτό δεν έχεις τίποτα να χάσεις: Τι παράξενο! 

Χαμογελάς, κι ίσως, καταβάθος, κάπως, να ευγνωμονείς το πρόσωπο του Θανάτου, που  παρουσιάστηκε τόσο απρόσμενα, στην πόρτα σου: Θυμάσαι, πόσο έτρεχες, έτρεχες, κάθε σου μέρα έτρεχες, μ’ ιλιγγιώδη ταχύτητα, να προλάβεις, να παράξεις, ν’ αγοράσεις, να πουλήσεις, να χτίσεις, να γκρεμίσεις, ίσαμε τη δύση του ηλίου, και έπειτα, γύριζες κατάκοπος, κοιμόσουν ξερός, και ύστερα, την άλλη μέρα, ξανά μανά τα ίδια: 

Χαμογελάς: ο Θάνατος, για πρώτη φορά, σ’ επιβραδύνει, τι παράξενο! 

Always look on the bright side of Life, ψιθυρίζεις χαρούμενα μπρος στο Χάος, αφού τώρα, ζεις, τώρα νιώθεις – τι παράξενο – πώς ,απ’ το πρόσωπο πάντα του Θανάτου, εκκινεί η Δημιουργία ! 

Ελένη Κεπελιάν