[Διάλογος με το φάντασμα μιας χώρας-μαμάς]

17η και σήμερα, χώρα-μαμά. Με μια δεκαετία και βάλε απόσταση, τρυπώνω ξανά στο καταφύγιο των αναμνήσεών μου.. Εσύ σκυμμένη, πάνω από ένα κασετόφωνο, τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, πλάι στο πιάνο.. Παραδίπλα σου, πακος οι παρτιτούρες, γεμάτες νότες και χειρόγραφες σημειώσεις, οδηγίες για το πώς οφείλει να παιχτεί το καθετί, ποια εκτέλεση, ανάλογα με το ρυθμό, ταιριάζει..

Τα χέρια σου, σπασμωδικά και ενθουσιώδη, κόβουν μ’ αυτοπεποίθηση τον αέρα, μετρώντας μ’ ακρίβεια τρομακτική, το κάθε μουσικό μέτρο.

 Εγώ παιδί, λίγο πιο πίσω, στέκομαι στην άκρη της πόρτας και σε παρατηρώ, έτσι που στέκεσαι, απορροφημένη απ’ την ενθουσιώδη κι όμως πειθαρχημένη, κίνηση των χεριών σου, καθώς πασχίζεις να υποτάξεις τις μελωδίες που ξεπηδούν από τ’ ακουστικά σου..

Αναρωτιέμαι.. Μπορείς ν΄ αντιληφθείς την παρουσία μου, μιας κι είσαι πλάτη;

Απ’ τις κινήσεις του κορμού σου, τσακώνω κείνο το κράμα στρες και ανυπομονησίας που σε πιάνει, τις παραμονές μιας ακόμη γιορτής για την επέτειο του Πολυτεχνείου που ετοιμάζεις, μιας κι αγαπάς τόσο τις γιορτές, μαμά: Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, γενέθλια, επέτειοι και γιορτές η μια μετά την άλλη, με confetti και τούρτες και γιρλάντες, κι εσύ πάντοτε χαμογελαστή, βαμμένη και στολισμένη, με κάτι extravagant σακάκια με βάτες και κιτς ταγιέρ με πέρλες, να παίζεις πιάνο.. Όλη μου η παιδική ηλικία,  ταινία θαμμένη, στο σύμπαν των επετείων, των γιορτών και των πανηγυριών.. Τέλη του ’80, σε μια Ελλάδα με φώτα και μπαλόνια και μεγάφωνα και συνθήματα και κορναρίσματα και τηλεοράσεις ανοιχτές. Σε μια Ελλάδα γεμάτη αφίσες, σημαιάκια και φειγ βολάν, σε μια καθημερινότητα, βγαλμένη μάλλον από διαφημιστική ρεκλάμα, μαμά..

Ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί αγαπάς τόσο τις γιορτές και τις επετείους, χώρα- μαμά.. Ίσως να’ ναι γιατί, γεννημένη όπως είσαι στα μέσα του ΄60, κι όπως οι πρώτες βέβαιες παιδικές αναμνήσεις, διαμορφώνονται μετά τα 6 σύμφωνα με την επιστήμη, μοιραία, οι πιο ζωντανές σου εικόνες, θα πρέπει να’ ναι τα πανηγύρια της χούντας, κι ύστερα, οι πρώτοι επέτειοι του Πολυτεχνείου, και οι πορείες της μνήμης ως την Πρεσβεία..  Ή Ίσως, γιατί οι γονείς σου, επιζήσαντες Κατοχής, στερημένοι από φωτάκια, τούρτες και φονταν, φρόντιζαν να στ’ αγοράζουν αφειδώς, χορταίνοντάς σε, με θέαμα και αυταπάτες…

Ποιος ξέρει; Ποτέ μου δε σε κατάλαβα, χώρα- μαμά. Ούτε εγώ, ούτε η γενιά μου. Πώς είναι να’ σαι παιδί, με μια χώρα-μαμά, που χώνει στο ψυγείο τη φωνή σου, απαγορεύοντάς σου να ουρλιάζεις, να θυμώνεις και να κλαις, εξαναγκάζοντάς σε, να φοράς διαρκώς, ένα ψεύτικο χαμόγελο.. Μια χώρα-μαμά, π’ αυταρχικά σε γδύνει απ’ τις αλήθειες σου και από τον σπαραγμό σου, κι ύστερα, τα πετά αδιάφορα, στον κάλαθο των αχρήστων..

Ποτέ μου δε σε κατάλαβα, χώρα- μαμά. Ούτε εγώ, ούτε η γενιά μου. Πώς είναι να’ σαι παιδί, με μια μαμά, που ντύνεται ερμηνεύτρια ρεσιτάλ από πάνω ως κάτω με κραγιόν, makeup και στρας για να βγει στη σκηνή, παλεύοντας να σβήσει με κονσιλερ τις μελανιές στο πρόσωπο, και τις πληγές στο κατατσακισμένο απ’ τους αιώνες, κορμί της..

Ποτέ μου δε σε κατάλαβα, χώρα-μαμά. Ούτε το στρας, ούτε το ψεύτικο χαμόγελό σου.  Ποτέ μου δεν αγάπησα τα χειροκροτήματα, τις επετείους και τις γιορτές σου. Ούτε τα χέρια σου, που μέτραγαν τη μελωδία, τα ίδια χέρια που μου μέτραγαν χαστούκια και ξυλιές..

17η μεσάνυχτα στο σήμερα, χώρα-μαμά… Με μια απόσταση τόσων ετών και βάλε, εγώ μαμά, κι εσύ καπνός, ακούω τα τραγούδια που γράφτηκαν την εποχή του Πολυτεχνείου, τους ίδιους ρυθμούς και νότες, π’ αγωνιζόσουν να δαμάσεις, σκυμμένη πάνω απ’ το κασετόφωνο..

Ανάβω τσιγάρο και σε σκέφτομαι. Και μένω να ονειρεύομαι, τη μέρα που θα δραπετεύσεις απ’ τη βιτρίνα της ζωής σου και θα πάψεις να’ σαι μια κούκλα χλωμή κι ανίκανη ν’ ακούσει τη φωνή μου.. Μένω να ονειρεύομαι, τη μέρα που θ’ αγαπήσεις επιτέλους, το γέλιο σου και την αναπνοή σου, χώρα- μαμά.