Στο πρώτο τμήμα ασχοληθήκαμε με τις παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης που αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο θέμα με το ενάμισι μάτι στις δημοσκοπήσεις και στο πιθανό πολιτικό κόστος. Υπάρχει όμως και η σημαντική παράμετρος Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρών κείμενο. Η ΕΕ όχι μόνο αποδείχθηκε για πολλοστή αδύναμη να ενεργήσει σαν σύνολο σε ένα γεωπολιτικό θέμα, αλλά επιπλέον επέδειξε κι απροθυμία να ασχοληθεί με μια υπόθεση που την αφορά άμεσα, καθώς τα σύνορα της Ελλάδας είναι και κοινοτικά σύνορα.


Σε θεωρητικό επίπεδο γίνεται πολύ μεγάλη κουβέντα για το αν η ΕΕ είναι ένας υπερεθνικός (supranational) ή ένας διακρατικός (intergovernmental) οργανισμός. Υπερεθνικοί οργανισμοί είναι αυτοί στους οποίους τα κράτη παραδίδουν την εξουσία τους, είναι υποχρεωμένα να υπακούν στις αποφάσεις τους, και όταν δεν το πράττουν υφίστανται κυρώσεις. Αντίστοιχα, διακρατικοί οργανισμοί είναι αυτοί στους οποίους τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά οι αποφάσεις τους δεν επιβάλλονται, ενώ τα μέλη δεν παραδίδουν καμιά εξουσία και παραμένουν ανεξάρτητα (πχ ΟΗΕ). Η ΕΕ είναι κάτι ενδιάμεσο, σε συγκεκριμένους τομείς ενεργεί υπερεθνικά, ενώ σε άλλα πεδία λειτουργεί ως διακρατικός οργανισμός. Παραδείγματα τομέων που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι η αγροτική πολιτική, η κοινή αγορά, η εμπορική πολιτική.

Αντίθετα, τα κράτη-μέλη συνεργάζονται μεν αλλά έχουν την ελευθερία να ακολουθούν τον δικό τους δρόμο σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική και η άμυνα. Από αυτόν τον διαχωρισμό γίνεται κατανοητό ότι σε θέματα που άπτονται της γεωπολιτικής και της ασφάλειας η ΕΕ είναι δύσκολο να συντονιστεί και να δράσει σαν ένα σύνολο. Τα διαφορετικά -και συχνά αλληλοσυγκρουόμενα- συμφέροντα των κρατών μελών κάνουν την ΕΕ να μοιάζει άλλοτε με μια παράφωνη και μερικές φορές με μια τελείως άφωνη μπάντα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η ΕΕ ακολουθεί τις αποφάσεις των ΗΠΑ, αλλά γενικά πολύ σπάνια αναλαμβάνει από μόνη της κάποια σημαντική πρωτοβουλία.
Για τους αισιόδοξους και λίγο ρομαντικούς αυτό είναι μια παροδική κατάσταση, η πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σύντομα θα επανεκκινήσει και προσεχώς η ΕΕ θα αποκτήσει κοινό στρατό και κοινή εξωτερική πολιτική. Εδώ πρέπει να ομολογήσω ότι στο παρελθόν υπήρξα κι εγώ φεντεραλιστής, πίστευα δηλαδή ότι με την πάροδο του χρόνου, ίσως σε μια-δυο γενιές, η ΕΕ θα μετεξελιχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κατ’αναλογία με τις ΗΠΑ.

Όμως με την μετεγκατάστασή μου στο κέντρο της Ευρώπης, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πλήρως πώς συνέβη αυτό, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κάτι τέτοιο είναι τελικά μια χίμαιρα, δεν θα γίνει ποτέ. Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο στην ευρύτερη περιοχή είναι ότι μετά από πολλές δεκαετίες χωρίς στην ουσία κανενός είδους σύνορα και περιορισμούς, η ώσμωση μεταξύ διαφορετικών ταυτοτικών ομάδων –ακόμα κι όταν αυτές ανήκουν στο ίδιο κράτος- παραμένει πολύ μικρή. Η απουσία συνόρων κάνει τις «αόρατες» διαχωριστικές γραμμές να μοιάζουν ακόμα πιο εντυπωσιακές, ενώ με την πάροδο των χρόνων γίνονται πιο ανθεκτικές. Αυτές οι διαχωριστικές γραμμές μαρτυρούν ότι υφίστανται ισχυρές εσωτερικές δυνάμεις που θα εμποδίζουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πέρα από κάποιο στάδιο.

Η Ευρώπη είναι ένα πολιτισμικό μωσαϊκό, αυτή είναι η γοητεία κι η ομορφιά της από την μια, από την άλλη όμως αυτό δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο γλωσσικός κατακερματισμός για παράδειγμα δυσχεραίνει την κινητικότητα των πολιτών εντός της ηπείρου, στοιχείο απαραίτητο και για την οικονομική ανάπτυξη και για την δημιουργία κοινής συνείδησης. Επιπλέον, αυτή η ποικιλομορφία δημιουργεί σε κάθε ταυτοτική ομάδα ένα άγχος επιβίωσης που επηρεάζει τις προτεραιότητες και τους στόχους της. Για αυτόν τον λόγο καμιά ευρωπαϊκή κοινωνία δεν είναι τόσο ανοιχτή, τόσο ελεύθερη, τόσο μεριτοκρατική όσο υπήρξαν οι ΗΠΑ (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα).

Η ΕΕ είναι ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό πείραμα των τελευταίων αιώνων, αλλά παραμένει κατά βάση μια οικονομική ένωση ανεξάρτητων κρατών. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο σε στιγμές κρίσεων, όπως η πρόσφατη του κορωνοϊού. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν το πηδάλιο φεύγει από τα κοινοτικά όργανα και περνάει στα χέρια των κυβερνήσεων, ιδιαίτερα αυτών των ισχυρών χωρών. Η κατάσταση δεν προβλέπεται να αλλάξει προς το καλύτερο στο προσεχές μέλλον. Τουναντίον, η πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση των διαλυτικών τάσεων.

Το Brexit, ακόμα κι αν δεν αποτελέσει την αρχή του ξηλώματος του πουλόβερ, το δίχως άλλο αποδυνάμωσε πολιτικά και στρατιωτικά την ΕΕ. Επιπλέον, όπως δείχνει και η θεωρία παιγνίων, σε συνεργατικά παίγνια όταν κάποια μέλη σταματούν να συνεργάζονται αυτόματα το συμφέρον των υπολοίπων γίνεται να πράξουν το ίδιο, κάτι που μπορεί να προκαλέσει ένα καταστροφικό σπιράλ.

Το μέλλον είναι αόρατο, αλλά το σίγουρο είναι ότι σε θέματα ασφαλείας περισσότερη αξία έχουν οι διμερείς σχέσεις με τις ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία (αλλά και τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο παρότι δεν ανήκουν στην ΕΕ), παρά μια υποστήριξη από την ΕΕ, η οποία συνήθως έχει φιλολογικό χαρακτήρα.