Japanese Prime Minister Yoshihide Suga (top L), US President Donald Trump (top R), Saudi Arabia's King Salman bin Abdulaziz Al Saud (C), South Korean President Moon Jae-in (3rd row, L), European Commission President Ursula von der Leyen (3rd row, R), and European Council President Charles Michel (down), are seen on a screen before the start of a virtual G20 summit hosted by Saudi Arabia and held over video conference amid the Covid-19 (novel coronavirus) pandemic, in Brussels, on November 21, 2020. - Saudi Arabia hosts a G20 summit on November 21 and 22, in a first for an Arab nation, with the virtual forum dominated by efforts to tackle the coronavirus pandemic and the worst global recession in decades. (Photo by YVES HERMAN / POOL / AFP) (Photo by YVES HERMAN/POOL/AFP via Getty Images)

Μετά την τρίμηνη παράταση του Σεπτεμβρίου, η ελληνική κυβέρνηση είχε εναποθέσει τις ελπίδες της για κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας στην Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ολοκληρώθηκε την Παρασκευή το πρωί. Τα αποτελέσματα της Συνόδου υπήρξαν μάλλον απογοητευτικά, δεν είναι τόσο η οικονομική πτυχή της υπόθεσης, στην ουσία η Αθήνα απέτυχε να δώσει στην ελληνοτουρκική διένεξη διεθνή χαρακτήρα. Διακρίνω κυρίως δυο λόγους για αυτήν την αποτυχία, ο ένας σχετίζεται με τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και ο άλλος με τον τρόπο που λειτουργεί –ή καλύτερα που δεν λειτουργεί- η ΕΕ. Για να μην είναι μεγάλο το κείμενο θα το χωρίσω σε δυο τμήματα αναλύοντας την κάθε αιτία ξεχωριστά.

Όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να πείσει τους εταίρους για την αναγκαιότητα λήψης μέτρων για τον περιορισμό της τούρκικης προκλητικότητας. Αναμφισβήτητα έπαιξε ρόλο το μέγεθος της Τουρκίας, μια χωρα με 80 εκατομμύρια, έκταση πάνω από δύο Γερμανίες, μέλος του G20, με έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στον κόσμο, με την γεωγραφία της να την καθιστά ανάχωμα αφενός για την έξοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες αφετέρου για τον κινέζικο επεκτατισμό. Είναι αναμενόμενο μια τόσο σημαντική για την Δύση χώρα ως ένα σημείο να χαίρει ειδικής μεταχείρισης. Ωστόσο, τον καθοριστικό ρόλο δεν τον έπαιξε το ισοζύγιο ισχύος στο δίπολο Ελλάδας-Τουρκίας όσο η ασαφής και μη πειστική θέση της Ελλάδας.

Στα ελληνοτουρκικά είναι δύσκολο για κάποιον τρίτο να παρακολουθήσει τις θέσεις της Ελλάδας, ποιες είναι οι διεκδικήσεις της, ποιες οι κόκκινες γραμμές της (οι οποίες παρεπιπτόντως αλλάζουν κάθε τόσο), τι είναι διαθετοιμένη να διαπραγματευτεί, ποιες αιτιάσεις της Τουρκίας θεωρεί απαράδεκτες, ποιες συζητήσιμες. Υπάρχει μια γενική θολούρα η οποία εν μέρη οφείλεται στο «βλέποντας και κάνοντας», εν μέρη όμως είναι εσκεμμένη. Η Ελλάδα έχει ένα «μυστικό», η λέξη μυστικό μέσα σε εισαγωγικά όμως γιατί όπως συχνά συμβαίνει το γνωρίζει όλος ο κόσμος εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους Έλληνες. Αυτό το μυστικό είναι ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί κανενός είδους διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, κι αυτό γιατί οποιοδήποτε ρεαλιστικό σενάριο θα απέχει τόσο πολύ από την κυρίαρχο αφήγημα στο εσωτερικό της χώρας που η κυβέρνηση που θα το προχωρήσει θα υπογράψει παράλληλα και το πολιτικό της τέλος. Οπότε αυτό που παραδοσιακά επιλέγουν οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι «to kick the can down the road» (όπως θα έλεγε κι ο Μπαμπινιώτης). Αυτή η προσέγγιση δεν είναι καινούρια, πάει πίσω στην εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου κι ακόμα παραπέρα. Μακροπρόθεσμα αυτή η τακτική μας έχει στοιχίσει ακριβά, με την πάροδο του χρόνου η ζυγαριά μπαλαντζάρει ολοένα και περισσότερο προς την μεριά της Τουρκίας και η Ελλάδα βρίσκεται να κυνηγάει επιλογές που η ίδια απέρριπτε στο παρελθόν (ανάλογα παθήματα στο «Μακεδονικό» όσο και στο «Κυπριακό», αλλά πάνω από όλα το πολιτικό κόστος…). Μια λύση σήμερα προφανώς και θα είναι χειρότερη από την λύση την οποία πλησίασε ο Κώστας Σημίτης στο τέλος της θητείας του εκμεταλλευόμενος τις ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας. Από την άλλη όμως θα είναι σίγουρα ευνοϊκότερη από μια λύση σε 15 χρόνια.  

Επιπλέον, όταν ο αντίπαλος έχει συγκεκριμένους στόχους ενώ εσύ ένα νεφελώδες «δεν θέλω να γίνει τίποτα γιατί αυτά που θέλω είναι ανέφικτα», αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα ο αντίπαλος θα πετύχει τους στόχους του. Η Τουρκία προωθεί τις θέσεις της μεθοδικά συνδυάζοντας μαστίγιο και καρότο. NAVTEX και βόλτες ανατολικά του 28ου μεσημβρινού πλησιάζοντας μέχρι 6 ν.μ. από το Καστελλόριζο εναλλάσσονται με προσκλήσεις για διάλογο. Η Ελλάδα αδυνατεί να απαντήσει τόσο στην μια περίπτωση όσο και στην άλλη. Ο αφοπλισμός των τελευταίων δεκαετιών στερεί την δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης ή έστω απειλής αυτής ή μπλόφας. Από την άλλη ο διάλογος ή μια συμφωνία θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος, κάτι που παραδοσιακά αποτελεί πρώτη έγνοια των πολιτικών και των κομμάτων στην χώρα μας. Ενδεικτική ήταν η αποκάλυψη του πρωθυπουργού στην συνεντευξη που έδωσε απο κοινού σε Times/Le Monde/Frankfurter Allgemeine1 ότι είχαμε ήδη φτάσει σε συμφωνία με τους Τούρκους για έναρξη διαλόγου αλλά υπαναχωρήσαμε όταν η άλλη πλευρά το δημοσιοποίησε! Προφανώς το πρόβλημά μας ήταν η δημοσιοποίηση.    

Ζούμε ένα déjà-vu των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε με αφορμή την χρεοκοπία η πολιτική ηγεσία της χώρας κρίθηκε να πάρει σημαντικές, δύσκολες, αντιδημοφιλείς αποφάσεις για να βγούμε από την κρίση. Διαδοχικές κυβερνήσεις, ενεργώντας μυωπικά και κουτοπόνηρα, επέλεξαν να κάνουν καθυστερήσεις, ενώ παράλληλα έριχναν την ευθύνη στον ξένο παράγοντα για να εξιλεωθούν απέναντι στους ψηφοφόρους τους. Παρά ταύτα, το κρυφτούλι με την τρόικα και την πραγματικότητα δεν γλίτωσαν το ΠΑΣΟΚ απο την εξαΰλωση, ενώ πάνω από μια δεκαετία μετά η χώρα παραμένει σε ευρωπαϊκή μηχανική υποστήριξη για να μπορέσει να επιβιώσει οικονομικά. Τώρα, καθώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μια γεωπολιτική πρόκληση, παρόμοιες πρακτικές κάνουν την εμφάνισή τους. Για παράδειγμα οι Γερμανοί έχουν ήδη ανακτήσει την περίοπτη θέση του «κακού» στον εγχώριο τύπο, ο οποίος τύπος αρνείται εμμονικά να μπει στο ερώτημα γιατί όλες οι ισχυρές χώρες -με εξαίρεση ένα σύντομο φλερτ της Γαλλίας- έχουν πάνω κάτω την ίδια στάση όσον αφορά την ελληνοτουρκική διένεξη, δηλαδή χτύπημα στην πλάτη και «βρείτε τα!».

Στην τελική η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει τι θέλει και να αναλάβει η ίδια την ευθύνη της στάσης της. Αν θέλει να απαντήσει δυναμικά στις τουρκικές διεκδικήσεις θα έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει κούρσα εξοπλισμών, αν θέλει να προχωρήσει σε διάλογο δεν καταλαβαίνω σε τι αποσκοπούσε το «πανηγύρι» του καλοκαιριού ή ο αγώνας επιβολής κυρώσεων, αν θέλει να καταλήξει στην Χάγη για να μειώσει το πολιτικό κόστος των τελικών αποφάσεων πάλι μπορεί να το κάνει, αλλά με συνείδηση ότι η τελική μοιρασιά θα είναι ακόμα δυσμενέστερη. Αυτό που δεν θα μπορέσει ποτέ να πετύχει είναι να βάλει άλλους να αναλάβουν το κόστος της σύγκρουσης ή της επίλυσης των διαφορών. Κανένας δεν θα πολεμήσει την Τουρκία για χάρη της Ελλάδας (ειδικά αν δεν αγοράζεις τα όπλα του) και κανένας δεν θα ρισκάρει εμπορικές σχέσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων και την διατάραξη των ισορροπιών στην ΝΑ Μεσόγειο για να γλιτώσει η ελληνική κυβέρνηση το πολιτικό κόστος, επειδή δεν θα μπορεί να πουλήσει την συμφωνία στον ελληνικό λαό.        

1 https://www.faz.net/aktuell/politik/ausland/mitsotakis-zu-gasstreit-im-mittelmeer-die-tuerkei-hat-die-wahl-16945414.html