Οι καλοκαιρινές διακοπές των παιδικών (μου) χρόνων, μύριζαν Παραλία Κατερίνης, είχαν τη μουσική επένδυση του κοχυλιού που έβαζες στο αυτί σου, του Γιώργου Σαλαμπάση κ τη σφραγίδα της αθωότητας.

Πάντα τέλη Ιουλίου για 15 τουλάχιστον μέρες (που τις περισσότερες φορές γίνονταν 20 με 25, μια χρονιά πάνω από ένα μήνα με τη γειτονιά να νομίζει πως μεταναστεύσαμε), με τον ήλιο πιο πράσινο από ποτέ κ το ξενοδοχείο πάνω στη θάλασσα (Ακταίον όνομα κ πράμα). Καταφθάναμε με ταξί (σήκω να με δεις Αντρέα που τώρα παίρνουμε το Κτελ εννέα το βράδυ, για να φτάσουμε τέσσερις τα ξημερώματα Πειραιά κ βολοδέρνουμε μέχρι τις επτά για να επιβιβαστούμε στο πλοίο) αφήνοντας στο lobby τις αποσκευές, μια ομπρέλα, ένα στρώμα, κασετόφωνο με μπαταρίες κ ένα ξεχωριστό σάκο με δυο μαγιό πάνω πάνω, ένα κόπερτον με άρωμα καρύδας (από την προηγούμενη χρονιά), ώστε να βουτήξουμε όσο μας ετοίμαζαν το δωμάτιο.

Δίκλινο στις αρχές, πάντα με θέα προς τη θάλασσα, με δυο κρεβάτια που ενώνονταν κ μια κουβέρτα στο κενό τους.

Στη μέση εγώ, αριστερά μου η μάνα μου κ δεξιά ο αδερφός μου. Τις πρώτες μέρες στο δωμάτιο πλανιόταν μια εσάνς από πρόβειο γιαούρτι, που το φέραμε στις πλάτες μας, για να ανακουφιστούμε από τα εγκαύματα βαθμού που σε ορίζει απουσιολόγο στο τμήμα της αδιαφορίας κ άγνοιας για τον καρκίνο του δέρματος.

Ξυπνούσαμε γύρω στις εννιά, τρέχαμε με τον αδερφό μου για να τοποθετήσουμε την ομπρέλα στην άμμο, πριν αγοράζουμε τυρόπιτες, ψωμί, κασέρι, ζαμπόν, γάλα κακάο που θα απολαμβάναμε στο μπαλκόνι.

Στην παραλία, αρχικά, ξεκινούσαμε με κατασκευές στην άμμο, ως επίδοξοι «Μπάμπης Βωβός», μέχρι να περάσει μια ώρα από το πρωινό φαγοπότι κ να μεταμορφωθούμε σε θαλασσόλυκους, δαμάζοντας τα ανύπαρκτα κύματα είτε με το φουσκωτό στρώμα ή με το κανό ή το ποδήλατο θαλάσσης (τα τότε extreme sports). Φωνές, κλάματα («ο Λευτέρης μου βούτηξε το κεφάλι στο νερό») που πάντα σταματούσαν με την αγορά ενός λουκουμά κ τη μάνα μας, πάντα iconic, με λαχανί κρουαζέ μπουρνούζι με μια καρφίτσα αχλάδι στην περιοχή του μπούστου, να μας εκλιπαρεί να βγούμε επιτέλους από τη θάλασσα.

Το μεσημέρι, μαζεύαμε τα συμπράγκαλά μας, αφήνοντας την ομπρέλα στη θέση της, σαν σημαία που δήλωνε την κυριαρχία μας στα συγκεκριμένα αμμώδη τετραγωνικά, για εκείνη την ημέρα τουλάχιστον κ αφού βάζαμε τα πόδια μας σε μια τεράστια λεκάνη με νερό κ άμμο (από τους προηγούμενος), ώστε να μη λερώσουμε το χώρο, τρώγαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου (εγώ πάντα «της ώρας»).

Το μεσημέρι παίζαμε σιωπηλά χαρτιά, πάντα με το φόβο μη ξυπνήσουμε τη μάνα μας κ πραγματοποιήσει την απειλή της («αν κάνετε φασαρία δεν έχει παγωτό»), περιμένοντας να πάει πέντε για το δεύτερο μπάνιο της ημέρας. Απόγευμα, εγώ κ ο αδερφός μου, λουσμένοι, αρωματισμένοι με Pino Silvestre , μέσα στα καινούργια καλοκαιρινά μας ρούχα (ίδιο σχέδιο αλλά διαφορετικό χρώμα- το μόνο στοιχείο που σηματοδοτούσε πως είμαστε αδέρφια μιας κ δε μοιάζαμε καθόλου), τρέχαμε στα ηλεκτρονικά, όρθιοι πυροβολούσαμε διαστημόπλοια, ακολουθώντας ευλαβικά τη συμβουλή του μηχανήματος “insert coins to continue».

Πρέπει να ήταν, μαζί με τον μετέπειτα αυνανισμό, οι πιο ισχυρές μου εξαρτήσεις. Από τα ηλεκτρονικά απεξαρτητοποιήθηκα. Κάναμε βόλτες πάνω κάτω, κρατώντας το χέρι της μάνας μου, συναντούσαμε κ χαιρετούσαμε άλλους από το μόνιμο τόπο διαμονής μας, τρώγαμε κανένα χάμπουργκερ ή σάντουιτς με λουκάνικο (μετά μάθαμε να το λέμε “hot dog”).

Την ημέρα που είχε «Δυναστεία» (Παρασκευή) πηγαίναμε σε ταβερνάκι, με τη μάνα μου να παρακαλεί τον ιδιοκτήτη να ανοίξει την τηλεόραση κ να βάλει ΕΡΤ-2. Παγωτό στο ξενοδοχείο κ λίγο πριν κοιμηθούμε διαβάζαμε κανένα Μπλέκ ή Βαβούρα κ βάζαμε σε λειτουργία με σπίρτο το φιδάκι για τα κουνούπια.

Τα χρόνια πέρασαν, η παραλία έγινε παραλία κάποιου κυκλαδίτικου νησιού (διαφορετικού κάθε χρονιά) το ξενοδοχείο πεντάστερο, το κρεβάτι υπερ-διπλό, με το στεφάνι μου από τη δεξιά αλλά χωρίς τη μάνα μου από την αριστερή πλευρά…..