Της Ευαγγελίας Αυλωνίτη

Γεννήθηκα όταν ο πατέρας μου ήταν 40 χρονών. Τα χρόνια που μας χωρίζουν δεν μπήκαν ποτέ ανάμεσα μας. Ήταν και είναι τόσο ενσωματωμένος στα καινούργια της κάθε εποχής- ρεύματα, τάσεις, κινήματα, συμπεριφορές- που πάντα μου έκανε έκπληξη ότι ο άνθρωπος που με μεγάλωσε στην οικονομική ευμάρεια των ήρεμων για την Ελλάδα δεκαετιών του ’80 και του ’90, ήταν κάποτε ένα πεινασμένο παιδί της κατοχής. Πολλές φορές όμως, όταν διηγείται σε μένα και στην αδελφή μου ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, ο χρόνος που μας χωρίζει επιμηκύνεται, αποκτά μια μυθική διάσταση και ως δια μαγείας με φέρνει κοντύτερα στο παιδί της κατοχής που ήταν κάποτε ο πατέρας μου. «Αυτή η ιστορία συνέβη 62 χρόνια πριν» σκέφτομαι προσπαθώντας να τη βάλω σε ένα χρονικό πλαίσιο που θα μου επιτρέψει να την κατανοήσω καλύτερα. Κι εκείνες τις στιγμές ο πατέρας μου, ο μοντέρνος και προοδευτικός 70χρονος, γίνεται ένα 8χρονο αγόρι το οποίο ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1943 τελείωνε τη μέρα του στο μονοθέσιο δημοτικό της Δάφνης στη Κέρκυρα, χαιρετώντας το δάσκαλο του φασιστικά. Η διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι του ήταν λιγότερο από πέντε λεπτά. Από την μικρή πλατεία του χωριού, έπρεπε να διασχίσει έναν χαλικόδρομο – τον κεντρικό του χωριού- κι΄ύστερα μια μεγάλη κατηφόρα πλαισιωμένη από κλαίουσες , μικρά περιβόλια και ένα περιφραγμένο παλιό αρχοντικό, στο τέλος της οποίας βρισκόταν το σπίτι του. Η μάνα του τον περίμενε κάθε μέρα την ίδια ώρα στη κουζίνα με το μεσημεριανό φαγητό του πατέρα του έτοιμο στο καλάθι, πάντα το ίδιο και λιγοστό–κουλούρα από καλαμπόκι, ελιές και τυρί. Αυτός, αν και μόλις 8 χρονών είχε επωμιστεί την ευθύνη της καθημερινής μεταφοράς του φαγητού του πατέρα του στο κτήμα με μεγάλη συναίσθηση της σπουδαιότητας του. Η μάνα του δεν έπαυε κάθε μέρα να του υπενθυμίζει ότι ο πατέρας του ήταν ένας αντάρτης που πολεμούσε τους κατακτητές και που κρυβόταν απ’αυτούς με κίνδυνο της ζωής του. «Ο πατέρας σου στο ένα χέρι κρατάει το τουφέκι στο άλλο το τσαπί και οργώνει» του έλεγε. «Δουλεύει τη γη για την οικογένεια του, για τα προς το ζην.  Να προσέχεις μην σε δουν τα θεριά και οι φονιάδες. Αλίμονο μας αν σε δουν. Να προσέχεις, να κοιτάς δεξιά και αριστερά. Πρόσεχε μη σου πέσει το φαγητό γιατί δεν έχω άλλο. Πρόσεχε το κοφίνι, μη σου πέσει απ΄τα χέρια, μη γυρίσει το πιάτο και πέσει το λάδι. Πρόσεχε, πρόσεχε». Εκείνη τη μέρα από τα πολλά τα πρόσεχε η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Από το σπίτι του μέχρι τον Άγιο Δημήτρη – το πιο επικίνδυνο σημείο να τον δουν «τα θεριά και οι φονιάδες»- η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και βάδιζε γρήγορα και αμήχανα με τη ψυχή στο στόμα. Όταν έφτασε το βουνό, ένιωσε μεγαλύτερη ασφάλεια γιατί από ‘κει και πέρα και για ένα χιλιόμετρο μέχρι να φτάσει στο χτήμα χρειαζόταν λιγότερες προφυλάξεις. Το κτήμα άρχιζε από τα σύρριζα του βουνού, όπου ανάμεσα στα βράχια βρισκόταν ένα ευήλιο κομμάτι γης με καλό χώμα και πολλή ζέστη άνοιξη και καλοκαίρι, το οποίο είχαν ευφάνταστα ονομάσει Καντούνα. Εκεί ο πατέρας του έβγαζε πρώιμες πατάτες χωρίς να τον βλέπει ανθρώπου μάτι. Πιό πέρα ήταν το αμπέλι και δυο στρέμματα ελιές, και τέλος το πηγάδι με το νερό. Εκεί δίπλα στο πηγάδι, κάτω από τον ίσκιο της πιο πυκνής ελιάς έτρωγαν συνήθως το μεσημεριανό τους. Εκείνη τη μέρα ο πατέρας του δεν το περίμενε στην ελιά, όπως άλλες φορές. Παντού απόλυτη ησυχία, νηνεμία και μια ζέστη σχεδόν καλοκαιρινή. Δίπλα στο πηγάδι ο Αλής, ο σκύλος της οικογένειας και πιστός σύντροφος του πατέρα του κουνούσε πεινασμένος αλλά χαρούμενος την ουρά του. Παραξενεύτηκε που είδε εκεί τον Αλή χωρίς τον πατέρα του να τον περιμένει αλλά μετά σκέφτηκε ότι θα τον πήρε η ώρα στην Καντούνα και ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της μάνας του δεν τον φώναζε, παρά άφησε το καλάθι με το φαγητό δίπλα στο πηγάδι και άρχισε να βγάζει νερό. Ύστερα κάθισε στην ρίζα της ελιάς και τον περίμενε. Θα πέρασαν δέκα λεπτά- στο παιδικό μυαλό του ήταν σαν να είχε περάσει μια ώρα- και αποφάσισε να πάει να βρει τον πατέρα του. Εκατό μέτρα πιο κάτω τον είδε να σκάβει με το τσαπί. «Καλώς τον» του είπε ο πατέρας του και εκείνος τον κοίταξε ανακουφισμένος και χαρούμενος που τον βρήκε εκεί σώο και αβλαβή να βγάζει πρώιμες πατάτες. «Έφερα φαΐ, πατέρα» του είπε. Ο πατέρας του τον κοίταξε εξεταστικά και ύστερα χαμογέλασε «Και που το έκρυψες;». «Το άφησα στην ελιά, πατέρα, στο πηγάδι» απάντησε εκείνος και πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο ο πατέρας του τον έπιασε απ΄τον ώμο «Αχ, παιδί μου» του είπε «ξέχασες ότι ο Αλής πεινάει κι αυτός. Πάμε ίσως προλάβουμε κάτι κι εμείς». Πρόσεξε ότι ο πατέρας του δεν βιαζόταν ενώ εκείνος ανήσυχος έτρεχε μέσα από το αμπέλι, προσέχοντας μην κάνει ζημιά στα νέα βλαστά, για να φτάσει πιο γρήγορα από τον πατέρα του στο πηγάδι, να προλάβει να σώσει όσο πιο πολύ μπορούσε απ’ το φαΐ, που σίγουρα θα είχε μαγαρίσει ο Αλής στη πείνα του. Φτάνοντας τους περίμενε μια έκπληξη. «Άδικα ανησύχησες και βιάστηκες» του είπε ο πατέρας του. Ο Αλής, περιχαρής δίπλα στο ανέγγιχτο καλάθι, κοιτούσε μια τον πατέρα του που πλησίαζε, μια το φαγητό. «Το’ξερα εγώ, Αλή. Σ’εμπιστεύομαι» είπε ο πατέρας του στο σκύλο, εκείνος κάτι γρύλισε και ύστερα έτρεξε στην αγκαλιά του. Μπορεί και να τον φίλησε τον Αλή ο πατέρας του, η ένταση και η χαρά του ήταν τόση που το ίδιο βράδυ κιόλας δεν μπορούσε με σιγουριά να θυμηθεί τι ακριβώς έγινε. Εκείνο που σίγουρα θυμάται είναι ότι ο Αλής εκείνο το μεσημέρι έφαγε όχι μόνο κουλούρα αλλά και λάδι και τυρί. Και μ’αυτήν την εικόνα του αδύνατου και πεινασμένου Αλή να μοιράζεται με τον πατέρα του κι’αυτόν εκείνο το λιτό μεσημεριανό φαγητό ορκίζεται ότι τον πήρε ο ύπνος εκείνη τη νύχτα.

Πολλές φορές βάζω τον εαυτό μου στη θέση του πατέρα μου και αναρωτιέμαι πώς θα ακούγομαι άραγε στα παιδιά μου σε καμιά τριανταριά χρόνια από τώρα, όταν  θα τους διηγούμαι ιστορίες από τη δεκαετία του ’70, του ’80, του ’90. Πώς οι ιστορίες από τα δικά μου παιδικά κα εφηβικά χρόνια σε εποχές γεμάτες χαρά, ευτυχία, ευμάρεια και ειρήνη, θα μπορούν να μεταδώσουν στα παιδιά μου τέτοια απλά, ανθρώπινα και σπουδαία μηνύματα όπως οι ιστορίες του πατέρα μου; Τη σημασία που έχει ένα πιάτο φαΐ, την τυφλή πίστη ενός πεινασμένου σκύλου προς το αφεντικό του, την αγάπη ενός παιδιού για τον αγωνιστή πατέρα του στα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Και ύστερα σκέφτομαι ότι τελικά δεν θα είναι και τόσο δύσκολο γιατί τα ίδια και ομορφότερα μηνύματα υπάρχουν παντού και πάντα γύρω μας, αλλαγμένα και προσαρμοσμένα στο πνεύμα της εποχής μας, αρκεί να μπορούμε να τα δούμε και να τα αναγνωρίσουμε.