Κοιμάμαι. Το σκοτάδι με τυλίγει, σκιές μέσα μου απειλητικά παραμονεύουν, ακούω κρότους και φωνές ανθρώπων οργισμένων, στ’ αυτιά μου φθάνουν ουρλιαχτά ανθρώπων εξαντλημένων και απελπισμένων, που μάχονται λυσσαλέα να πάρουν,όπως- όπως, επιστρατεύοντας κάθε μέσο, δόσεις αγάπης και κατανόησης, δόσεις επικοινωνίας και συμπόνιας, απ’ τον έξω τους κόσμο. 

Κοιμάμαι. Ονειρεύομαι πως βουλιάζω σε μια κινούμενη άμμο πνιγμένων τύψεων, φόβων και ενοχών, κι οι άνθρωποι γύρω μου, τυφλοί, τρομαγμένοι και μόνοι, αγωνίζονται να πιαστούν, όπως, όπως, πότε απ’ ένα χέρι, πότε απ’ ένα πόδι, για να βγουν στην επιφάνεια, ν’ αναπνεύσουν. Είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησής τους,σκέφτομαι, που λειτουργεί και τους βάζει σ’ έναν αυτόματο πιλότο, είναι το ένστικτο που τους δένει τα μάτια, που τους βουλώνει τα αυτιά και τους κλείνει το στόμα, να μη φωνάξουν << βοήθεια!>>, όσο και αν τη χρειάζονται ετούτη τη βοήθεια..

Είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που τους κάνει να βαστούν το χέρι μου τόσο σφιχτά, να γραπώνονται απ’ το λαιμό μου, να πιάνονται απ’ τη μέση μου με τέτοιο πάθος, να καραδοκούν στα μάτια μου να δουν, ένα βλέμμα συμπόνιας και κατανόησης, να περιμένουν ν’ ακούσουν, απ’ το στόμα μου, μια λέξη-ξόρκι που θατους λυτρώσει- όπως πιστεύουν- απ’ το τραύμα τους, μια λέξη να ξορκίσει τούτη τηνεσωτερική, αυτό-κακοποιητική τους φωνή…

Τι να κάνω; Δέχομαι αδιαμαρτύρητα το γράπωμά τους, προσπαθώντας να θέσω όσο μπορώ μια απόσταση μεταξύ εμού και αυτών, ένα έστω και μικρό κενό, ώστε να πάρω ανάσα, να μη πνιγώ και εγώ…Δε θέλω να τους απογοητεύσω, μοιάζουν να περιμένουν από μένα τόσο πολλά, έχουν τόσες ανεκπλήρωτες ανάγκες, τόσα μεγάλα όνειρα, τόσο επείγουσες επιθυμίες κι ακόμα πιο επείγουσες πληγές, κι εγώ, με ένα κουτί συναισθηματικών βοηθειών στο χέρι, παρατώ τον εαυτό μου, αψηφώ τον κίνδυνο να πνιγώ, και ξεκινώ, μ’ όλη μου τη ψυχή, να τους φροντίζω.. 

Τι επιλογή έχω; Τους φροντίζω όσο περισσότερο γίνεται, ελπίζοντας να πάψουν να γραπώνονται πάνω μου.. Κι όσο τους φροντίζω, τόσο βουλιάζω, νιώθω το σώμα μουμολύβι βαρύ, που εντός ολίγου, μπορεί να βρεθεί στον πάτο…Αγωνίζομαι να φωνάξω, παλεύω να μιλήσω, μα τίποτε, η ύπαρξή μου, ασήκωτη απ’ τη φροντίδα, δεν έχει πια φωνή..

Κοιμάμαι. Ονειρεύομαι μια σειρά ανθρώπων τόσο σφιχτά γαντζωμένων πάνω μου, τόσο εξαρτημένων από τα συναισθήματα και το ενδιαφέρον μου, που νιώθω, σιγά σιγά, να με πνίγουν .. Τώρα εγώ χρειάζεται να φωνάξω βοήθεια, σκέφτομαι, τώρα εγώ είμαι στ’ αλήθεια αυτή που κινδυνεύει να πνιγεί, μέσα σ’ αυτόν τον κινούμενο βούρκο καλοσύνης. Οι δυνάμεις μου, όσο πάνε και μ’ αφήνουν, και εγώ φοβάμαι, και φοβάμαι, αφού το μόνο που βλέπω, ως πιθανή κατάληξη, είναι να με καταπιεί και μένα, με τη σειρά μου, αυτή η μαύρη κινούμενη άμμος ντροπής και μίσους για την ύπαρξή μου.. Τρομάζω κι άλλο και βουλιάζω, κι όσο βουλιάζω, τρομάζω όλο και πιο πολύ…Άραγε, θα βρεθεί κάποιος να με ξυπνήσει, να με βγάλει από τούτον δω τον ατέλειωτο εφιάλτη; 

Παίρνω ως δύτης, μια βαθιά ανάσα, ανοίγω τα μάτια μου: Ξυπνώ απ’ τους εφιάλτεςμου, με μια σκέψη επιτέλους απελευθερωτική, ένα αναπάντεχα φωτεινό μανιφέστο,που επουλώνει τις πληγές μου:

Όχι, δε θα ζήσω με το Φόβο των Άλλων, αλλά με το θάρρος της δικής μου Αλήθειας.

Ένα θάρρος ακέραιο, που γεννήθηκε από τα βάθη των διαψεύσεών μου,

κάθε φορά που συνθλίβομαι από μια πνιγηρή πραγματικότητα.

Όχι, δε θα ζήσω σέρνοντας στην πλάτη μου βαλίτσα τις ανασφάλειες και τις ελλείψεις των άλλων, κυνηγώντας κούφια ερωτηματικά και βασανιστικά Ίσως.

Θα ζήσω με το πάθος της αυθεντικότητας, σχίζοντας πέρα ως πέρα τη μάσκα τηςΥποκρισίας. 

‘Όχι, δε θα ζήσω με το Τραύμα, αφήνοντας τις πληγές μου να κηδέψουν τις ενδόμυχες επιθυμίες μου. Ούτε θα ζήσω με την αποστροφή, εγκλωβισμένη στηνέρημο του δισταγμού, αρνούμενη να αντικρύσω τη φθορά μου.

Επειδή διάλεξα και θα Ζήσω με την Εμπιστοσύνη και την Τόλμη της πιo όμορφης Υπέρβασης, κι επειδή, η πιο όμορφη Υπέρβαση, ίσως να ναι η Ύπαρξη.

Και το πιο όμορφο ταξίδι, αυτό που λέμε Ζωή!