Γειά σου Ελλάδα. Ελπίζω να είσαι καλά. Από εδώ που είμαι, σκέφτηκα να σου γράψω. Αυτούς τους 12 μήνες που έχω να σε δω, πώς είσαι; 

Άραγε, να’ ‘χεις αλλάξει ; Γιατί, εγώ, εδώ στην ξενιτιά που βρίσκομαι, έχω αλλάξει πολύ. Έρχονται στιγμές που μου λείπεις, Ελλάδα: Που κλείνω τα μάτια, αναπολώντας το Χθες, τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην άκρη της θάλασσας, την ξεγνοιασιά των ηλιόλουστων καλοκαιριών της εφηβείας μου, τότε πού, ήμουν άρρηκτα δεμένος με τον αέρα και τον ουρανό σου, τότε πού, οι αποστάσεις που διένυα, μέσ’ την ψυχή μου, ξεκινούσαν απ’ τον έρωτα για το χώμα σου κι έφθαναν ως την πίστη στο καθημερινό σου φως ..

Όλα μου τα χρόνια, ως την ενηλικίωση, κύλισαν μες τη λιακάδα, και΄ κείνη την ανέμελη λαχτάρα για το φως.. Ώσπου, μεγάλωσα, και βήμα το βήμα, πάτησα τα 18 μου, περνώντας επιτυχώς, από τις αυστηρές εξετάσεις, των μεγάλων σου προσδοκιών : Ήθελες, να’ μαι τόσα πολλά, για σένα, θυμάσαι; 

‘Ήθελες, σαν απαιτητικός γονιός που ανέκαθεν ήσουν, να μπω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, να βρω μια καλή δουλειά, και κάπου εκεί, μεταξύ καλής δουλειάς και πλουσιοπάροχων αποδοχών, ν’ αποκατασταθώ. Αυτό δεν ήταν το σχέδιο; 

Να ’μαι πιο μορφωμένος από σένα, να βγάζω πιο πολλά, και να ζω πολύ καλύτερα, απ’ ότι έζησες εσύ, όλες εκείνες τις πιο πίσω δεκαετίες. 

Και’ γω, αγαπώντας σε και πιστεύοντας στις ωραίες, μεγάλες σου προσδοκίες, άνοιξα το βήμα μου, κι έτρεξα, να διαγράψω με τα νιάτα μου, την κατεύθυνση που μου πρόσταξες: Μπήκα στο πανεπιστήμιο, σπούδασα, ονειρεύτηκα την καλή δουλειά, την επαγγελματική καταξίωση, τα περισσότερα χρήματα, και ίσως, την αποκατάσταση.. Βλέπεις, πίστευα, τόσο πολύ, σ’ εκείνο το λαμπρό μέλλον, π’ άπειρες φορές μου είχες περιγράψει, Ελλάδα! 

Μόνο που,δεν έγινε πραγματικότητα: Και εγώ μπήκα στο πανεπιστήμιο, και σπούδασα, μα έμεινα άνεργος, κι η καταξίωση, τα λεφτά, η ανεξαρτησία της αποκατάστασης που τόσο ονειρευόσουν για μένα, δεν ήρθε ποτέ. 

Φταίνε οι συγκυρίες, θα μου πεις. Τον πρώτο χρόνο που μπήκα στο πανεπιστήμιο, ξέσπασε η κρίση, ο πατέρας μου απολύθηκε, τα χρήματα άρχισαν να λιγοστεύουν, το όνειρο άρχισε σιωπηλά να γκρεμίζεται, έτσι που, όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, τα πάντα γύρω μου ήταν ερείπια! 

Θυμάσαι; Αλώνιζα τους δρόμους σου κάθε μέρα, μ’ ένα πάκο βιογραφικά στο χέρι, μ’ ένα σωρό ελπίδες κι επιθυμίες και όνειρα στην καρδιά, με τη θέληση να χτίσω, να εξελιχθώ, να σου προσφέρω απλόχερα τις γνώσεις και τα ταλέντα μου, παίρνοντας επάξια τη θέση μου στην κοινωνία σου: Ήθελα τόσο πολύ, να’ μαι η συνέχεια σου, Ελλάδα! Όμως, εσύ με αγνοούσες. Όταν παρέδωσα περήφανα στα χέρια σου το πτυχίο μου, εσύ μου πρόσφερες σ’ αντάλλαγμα, μια κάρτα ανεργίας. Και μια- και μοναδική- συνέντευξη για τηλεφωνικές πωλήσεις , σ’ έναν κλάδο άσχετο εντελώς, με αυτό που είχα σπουδάσει. 

Κάθε μου μέρα, έφθανα ως τα σκαλιά του σπιτιού σου, σου χτύπαγα την πόρτα, σου μίλαγα, σου’ λεγα για τα όνειρά μου, και κείνα τα 6 ολόκληρα χρόνια που σπατάλησα σπουδάζοντας, για την πρακτική που έκανα, για τις γλώσσες που έμαθα,  και τις πιστοποιήσεις που πήρα, μα εσύ, ποτέ δε μου άνοιξες την πόρτα, αυτό είναι το τραύμα μου!

Με αγνοούσες επιδεικτικά, ανανέωνες κάθε μήνα το δελτίο ανεργίας μου, και μ’ άφηνες, εξουθενωμένο, να εξαρτώμαι απ’ τους γονείς μου. 

Και’ γω πάλευα, να μη θυμώσω μαζί σου, να μη σε μισώ, να μη σκέφτομαι, όλα όσα  μου έταξες και ποτέ δε βρήκα: για 2 χρόνια πάλευα με την κατάθλιψη, την απελπισία και το συμβιβασμό, με πρόσκαιρες δουλειές του ποδαριού, με δανεικές ελπίδες, δεξιά και αριστερά, με απλήρωτους λογαριασμούς, πού ήθελα, μα δε μου φθάνανε, για να πληρώσω, με τα μάτια του παππού μου, που βούρκωνε κάθε τόσο, όταν με άκουγε να του λέω, πως δε δικαιούμαι ούτε ένα επίδομα ανεργίας. Και τι να πεις, σ’ έναν άνθρωπο- θρέμμα της κατοχής, που τόσες δεκαετίες πίστευε, μεγαλώνοντάς τις κόρες του, σ’ ένα καλύτερο αύριο; 

Κείνα τα 2 χρόνια, πόσο βασανίστηκα, Ελλάδα! Πόσο πόνεσα, πόσο η ψυχή μου πνίγηκε, τα όνειρά μου καταποντίστηκαν και θάφτηκαν, προτού προλάβει να τα δει το φως.. Για 2 ολόκληρα χρόνια, ήμουν στο τίποτα, ήμουν το τίποτα, ώσπου, αποφάσισα να φύγω. 

Και να΄ μαι εδώ στην ξενιτιά, 2 χρόνια μετά: Τώρα, μιλάω μίαν ακόμη γλώσσα, σκέφτομαι σε μίαν ακόμη διάσταση, νιώθω μέσα μου, μια δεύτερη ψυχή.

Όχι, δεν είμαι αποκατεστημένος ακόμη, δεν έχω την καλή δουλειά, δε βγάζω τα καλά λεφτά, δεν άγγιξα την πολυπόθητη αποκατάσταση ακόμη. Δουλεύω σε εστιατόρια και καφετέριες και μπαρ, σε καταστήματα και σουπερμάρκετ, και κρύβω τις 3 μου ξένες γλώσσες και τα 2 πτυχία μου. Δουλεύω σε συνεργεία καθαρισμού, εργοστάσια και αποθήκες της Amazon, συγκατοικώ μ’ άλλους για να μοιράζομαι το νοίκι, κι όσο μπορώ, βάζω λεφτά στην μπάντα, για ν’ αγοράσω ένα αεροπορικό εισιτήριο, να κάνω διακοπές στα χώματά σου, Ελλάδα! 

Δεν είμαι πια στο τίποτε, είμαι στο κάτι. Κι όταν, οι δυσκολίες ορθώνονται μπροστά μου βουνό, εγώ σκέπτομαι, τι αγώνα έδωσα για σ’ εγκαταλείψω, πόσο πάλεψα και πείνασα,για να χτίσω αυτό το κάτι: Τα ρίσκα που πήρα, και τις μέρες που πέρασα στην αβεβαιότητα, το θάρρος που χρειάστηκα για να διεκδικήσω ένα σπίτι, μια δουλειά και μια θέση, στα νέα χώματα! 

Έγραψα αυτό το γράμμα, για να σου πω, πώς, ακόμη σ’ αγαπώ Ελλάδα: Μόνο που, τώρα, σε κουβαλώ μέσα μου, και σε νιώθω να πάλλεσαι, πιο ζωντανή παρά ποτέ,   μεσ’ την καρδιά μου. 

Σκέπτομαι πώς, είναι και φορές στη ζωή, που χρειάζεται ν’ αφήσεις το γνώριμο, να ξενιτευτείς και να πονέσεις, για να εξελιχθείς, ν’ ανοίξεις το δικό σου δρόμο. 

Και νιώθω ευγνωμοσύνη, για κείνη τη λίστα από δυσκολίες που φυλάω πάντοτε πρόχειρη στη μνήμη μου,τα εμπόδια που είχα να αναμετρηθώ, κι αναμετρήθηκα, ωσότου να βρω μια νέα Ιθάκη, για τα όνειρά μου. 

Όχι, δεν έπαψα να αγωνίζομαι, όχι δεν έγιναν τα πράγματα πιο εύκολα ή πιο σίγουρα, όχι, ακόμη μ’ απορρίπτουν, και αποτυγχάνω. 

Όμως, αυτό που μέσα μου άλλαξε, αυτά τα 2 χρόνια που ως άλλος Οδυσσέας περιπλανιέμαι στα νέα χώματα, είναι η εμπιστοσύνη και η πίστη στις δυνάμεις μου, η τόλμη μου να διεκδικώ, το θάρρος, η υπομονή και η επιμονή μου να χαράξω τη δική μου πορεία. Κα είμαι περήφανος γι’ αυτό Ελλάδα, περήφανος π’ άφησα πίσω μου, έναν ανώριμο εαυτό που περίμενε τα πάντα έτοιμα, όπως απ’ τους γονείς μου είχα μάθει, π’ εξαρτιόταν από τις συγκυρίες και τις διαθέσεις των άλλων, και εύκολα πνιγόταν, σε μια στάλα ανασφάλειας. 

Κι έγραψα το γράμμα αυτό, για να σου πω να μην ανησυχείς, είμαι καλά, σε νοσταλγώ, δε νιώθω πια ούτε θυμό, ούτε πόνο: Εδώ που είμαι, είμαι καλά και σ’ αγαπώ!